«Είχαμε έρθει από Αμερική. Tότες ήμουνα τέσσερα χρόνια στο εξωτερικό. Ήταν και ο Σπύρος ο Μαρκουλής, ήταν ο συχωρεμένος ο Νικόλας ο Μαρκουλής της θείας του Ρηνιού, ε, τότες είμαστε νέοι και τα βιολιά υπήρχαν εδώ. Μπάρμπα Λιάς, ο συχωρεμένος ο Σπηλιώτης ο Σκοπελίτης, ο Γιαννάκης κι εκείνος συχωρεμένος με το μπουζουκάκι του, έπαιζε ωραίο μπουζούκι, ε, κι όλο ηθέλαμε κάτι να ακούσουμε.
Βρεθήκαμε στο σπίτι του Μπάρμπα Λιά εκείνο το βράδυ, η ηχογράφηση έγινε πέρα στης θείας της Ελένης το σπίτι, στου Μπαρμπα Λια, πέρα στης θείας της Ελένης το σπίτι, του Σπηλιώτη η μάνα. Λοιπόν, ο Γραμματικός εκεί και εγώ είχα φέρει ένα μαγνητόφωνο μεγάλο τότες από Αμερική.
Κασετόφωνο σπέσιαλ να πούμε, ν΄ ακούμε κασέτες, τα νησιώτικα και μαγνητοφωνούσε κιόλας. Το σήκωνα εγώ στον ώμο. Πήγαμε ένα βράδυ πέρα, πιτσιρίκια όλα, ο Ηλίας ο Σκοπελίτης του Γραμματικού μικρός 15, 16 χρονώ να ΄τανε δε θυμάμαι ακριβώς, αλλά μικρά παιδιά και αρχίσαμε και έπαιζε ο Μπάρμπα Λιάς το βιολί. Άρχιζε ο Μπάρμπα Λιάς κι έπαιζε, ο πατέρας του Γραμματικού, ο Μπάρμπα Λιάς ο μόνος βιολιτζής που υπήρχε στο νησί και μετά ο Σπηλιώτης που ήταν στην Αθήνα πιο πολύ κι όποτε ερχόταν έπαιζε κι εδώ. Λοιπόν κι αρχίσαμε το βιολί, εγώ μαγνητοφωνούσα, έτσι για να…».
Από την αφήγηση «Λοιπόν κι αρχίσαμε το βιολί, εγώ μαγνητοφωνούσα», όπου ο Νικόλας Βενετσάνος διηγείται ακριβώς την ιστορία της παρακάτω ηχογράφησης.