Αλλά `μουν και στα κατσίκια μαμή. Ό,τι κτήμαν ηκακογένναν εμένα ηφέρνα

Ιστορίες της μαμής

H: Θεία εσείς ήσασταν, ήσασταν μαμή; […]

Ε: Η αδερφή μου.

Η: Εσείς;

Ε: Ήμουν κι εγώ.

Η: Εσείς τι κάνατε;

Ε: E, σχεδό σχεδό και τι δεν ηπολέμουν κι εγώ. Έχω πιάσει κι εγώ 2, 3 παιδιά. Έχω πιάσει [ch-] τις γυμέλες τσ΄ έχω πιάσει εγώ. Τον συχωρημένο το Κωστάκη τη Ριρή τις εθυμάσαί; […] Πού ΄ναι το σπίτι της εκεί πάνω κοντά στου Σταύρου απέναντι; […] Κωστάκη τον ελέγαν τον άντρα της. Τη Ριρή, Ρηνιώ τη γυναίκα του. […] Ρούσσος […]. ήτον από τον Τρούλο. […]

Η: Και τους είχατε ξεγεννήσει εσείς;

Ε: Ναι. […] Ήτον φουρτούνα. Α, έχω πιάσει άλλο ένα, τέσερα έχω πιάσει, ήτον και αυτά του […] Λαμπαδάκη της Στέλλας, ήτο η γυναίκα του αυτή έκανε την πρώτη της κόρη, την Πολυξένη. Ε, το δεύτερο λοιπό πάλι, η Λίνα, ήτο να πάει στην Αθήνα να γεννήσει. Κάθουντο σου λέω εκεί που είναι οι Μαυροειδίνες. Εμείς εφυτεύγαμε κρομμύδι, είχε την δεν την ηξέρεις και αυτή, την συμβολαιογράφο την Αγγελικό την είχε περέτρια στο δάσκαλο ξέρω ΄γώ τί, αυτή ήτον νοσοκόμα πρώτα, την ηπήρε, ήρτεν εδώ τέλος πάντων κι ήταν να πάει στην Αθήνα να γεννήσει πάλι και το δεύτερο και πήε, λέει  και μελέτησε να πάει στην Αθήνα […] καλό κακό. Να μείνει εδώ πιο καλό. Λέει, ήμεινε. Να  ΄ρτουμεν εδώ να δει, πως ήτον η αδερφή μου ήτον κανονικιά μαμή, όχι σπουδαγμένη, πρακτικιά, αλλά ήξερε. Είχεν παέι… Ήτον μια μαμή πιασμένη εδώ από την Αμοργό και της είπε ας πούμε και ήφηε αφού είχε όλα τα παιδιά. Πρώτα ήταν τον ασταχό [?]. Πρώτα είχε πολλά παιδιά […]. Σου λέω πώς είχε κάπου 20-22 παιδιά στο σχολειόν εδώ […] στο δημοτικό. Λοιπό ήμεινε. Η μαμή, ίσα ίσα, η αδερφή μου παντρεύουντον η κόρη  της η Ποθητή, που ΄χει τον Σιμιγδαλά ξέρεις και πήαινε στην Γιάλη για δυο μέρες να παντρευτεί η κόρη της και την πιάνει ο πόνος την νύχτα. Για δυο τρεις μέρες δηλαδή την πιάνει ο πόνος για να γεννήσει. Φυτεύγαμε κρομμύδι, ήρταμε λοιπό, στείλει τ΄ Αγγελικώ και της λέει, πάαινε απάνω να βρεις τη θεία, με ΄πιασε πόνος για γέννα. Πάαινε απάνω να πέις στην θεία να ΄ρτει, αλλά ε θα της πεις για ποιό λογο θα ΄ρτεις, πως τη θέλω. Την ώρα που πάαινα κάτω λοιπό, που θε να μπάινω μέσα, την είδα και σφίγγουντο. Ωχ ωχ λέω […] άμα είναι για γέννα και γι΄ αυτό με φωνάξα΄. Επήα λοιπό, όλη νύχτα να φωνάζει, να μην ημπορεί να γεννήσει, όλη νύχτα. Ε, αφού ηξημέρωσε λοιπό, την ήπιανε αδράνεια λέμε, λέσι [?]. Έναν πράμα και δεν ησταματήξαν οι πόνοι και ηκοιμούντο, ξέρω ΄γώ τι. Ήταν λοιπόν, ότι δεν ημπορού ας πούμε. Λέω στα χάλια που είναι, πρέπει να πάς να φέρουσι γιατρό. Λέω λοιπόν του κουμπάρου, κουμπάρε, δε γεννά, λέω, η γυναίκα σου, είναι η ανάποδη γέννα της. Εγώ, λέω, δεν είμαι σπουδαγμένη μαμή, η μαμή λείπει. Λοιπόν θα πάρετε το καϊκι, να πάτε στην Ναξά, να φέρετε γιατρό. Ε, την ώρα λοιπό που ηπήα να μπω κι ήτου ο συχωρεμένος ο Γιώργης, δεν τον θυμάσαι καθόλου, ήθελαν να μπουν στο το καίκι να πααίνουν, της ήδοκα μια τσιμπιά για να ξυπνήσει, να δω το παιδί τι θα γίνει, να δούμε κι εκείνη την ώρα λοιπόν με τη τσιμπιά που της ήδοκα, την ήπιασεν ο πόνος και ήβαλα το χέρι μου και ήτο το παιδί κατεβασμένο. Τότε λοιπόν των εφώναξα, το καϊκι να σταματήξει, να μην πάει για τον γιατρό, γιατί σε πέντε λεπτά μπορεί να γεννήσει. Και ηγέννησε, σε πέντε λεπτά ηγεννήθει το παιδί. Το ΄πιασα και την ώρα που γεννήθει το παιδί και το ΄πιασα και το ΄πλυνα, ήρτεν το παπόρι κι ήφερεν τη μαμή. Γι΄ αυτό σου λέω έχω πιάσει της δασκάλας, του Κωστατού κι αυτά στα Μερσινιώτικα  τις  γυμέλες. Αλλά ΄μουν και στα κατσίκια μαμή. Ό,τι ηκακογένναν εμένα ηφέρνα. Βρε στην Μεσσαριά, βρε στην Καλοταρίτισσα, βρε εδώ κάτω, βρε παντού ας πούμε και ήβγαλα τα ρίφια. [ed].

H: Κι εσείς θεία που τα μάθατε αυτά τα γιατρικά; […]

Ψ: Από αυτού. Έτσι από μικρή τέλος πάντων ηκατεύγουμου από τέτοια, έτσι τα ΄μαθα αυτά. Αφού ηγέννησεν η συχωρημένη […] η γιαγιά σου που γέννησε τη Γιωργία με το Νικολάκη, είχα τη Μαρία μου μωρό. Λοιπό, α, έχω πιάσει σχεδόν και την Ιωάννα του Νικολάκη. […] Νομίζω εγώ την ήπιασα σχεδό. Λοιπό μου […] ήπασι, ότι το Καλλιώ του Ηλία κοιλοπονά ας πούμε, λέω του συχωρημένου, γιατί ήτον καλή γυναίκα κι η γιαγιά, απάνω που είχα την Μαρία μου ενός χρονού. Να πάρωμε, λέω, το παιδί το βράδυ, να πάμε πέρα, ήτον η αδερφή μου μαμή βέβαια, να πάμε λέω πέρα να κάτσωμε που κοιλοπονάει η γυναίκα, λέω, να βοηθήσωμεν και λίγον τη μαμή. Τέλος πάντων ηπήαμε. Ε, εν ενήχει [?] την πόρτα, είχαμε ένα φυσικό κι άμα θελε γεννηθεί το παιδι, γιατί εκείνο το λευτέρι [?], που λέει ο λόγος, που δεν τα ξέρετε βέβαια αυτά μόνο από κτήμα. Που άμα γεννηθεί το ρίφι, που έρχεται έναν ύστερο λευτέρι τόσο και βγαίνει μετά από το ρίφι, εκείνο πρέπει να φήει, μα γυναίκα μα κτημα, μα… Πρέπει να φήει από πάνω από τον άνθρωπο. Λοιπό εγεννήθει το πρώτον παιδί, αρπώ το σαπούνι, για να το δέσει εκεί, να μην ανεβεί το λευτέρι, άμα ανεβεί και πάει απάνω… Μια γυναίκα επέθανε, γιατί επήε στο Μερσίνι, είχε χρόνια ήμουν μικρή, λεύτερη, γιατί την ήπιασε ο πόνος. Ωσπου να ΄ρτουν να πάρουν την μαμή, που κάθουντον εκεί πέρα στο Ζαλί και τη μάνα πάνω, εγέννησε. Αυτή δεν ήξερε ούτε το λευτέρι ούτε και πήεν απάνω και πέθανε. Δεν ήξερε η γυναίκα και πέθανε. Τέλος πάντων λοιπό…  Ηξέχασα ήντα σου ΄λεγα. Για ποιο λόγο σου λεα;

H: Μου λέγατε για το λευτέρι, για τα ξεγεννήσματα. Σας ρώτησα που τα μάθατε.

Ε: Α ναι. Εγώ ήβλεπα ας πούμε, ήβλεπα και την αδερφή μου ξέρω  ΄γώ τι, αλλά από λεύτερη που ΄μουν, επάενα σε χτήματα και ξεγεννού. Ας πούμε κοιλοπόνα μια κατσίκα και δεν ήτο το ρίφι στα καλά του, ηπήαινα εγώ και το γύριζα ,ας πούμε, που πάαινε δίπλα κουλό, το ΄πιανα, το γύριζα κι ηγεννιούντο και από τα χτήματα έμαθα και τσις ανθρώπους. Για τη μάνα σου ήλεα, για την γιαγιά. […] Λοιπό γεννά το πρώτο, δεν ηξέρω η Γιωργία ήτο ή ο Νικολάκης, γεννά το πρώτο παιδί, αρπώ το σαπούνι, το πήαινα της αδερφής μου για να το δέσει εκέι για το ύστερο, να μην πάει απάνω. Μου λέει, σταμάτα έχει κι άλλο παιδί κι άλλο παιδί, μου λέει. είναι. Έλα Παναγία μου της λέω. Τέλος πάντων γεννιέται το πρώτο, μετά σε δέκα λεπτά γεννιέται και το άλλο. Ξέρω ΄γώ λοιπό τι του ΄ρτε, πώς του φάνει του παππού σού; Και να τον πάρει ένα γέλιο, που ΄καμε τα δυο παιδιά, ένα γέλιο! Βρε σταφίδες, βρε πιοτά, βρε αυτό, για να κεράσει που ΄μασταν εκεί δυο τρεις τέσερεις πέντε πόσοι ήμαστε, από τη χαράν του, ξέρω ΄γώ τι, που ήκαμε δυο παιδιά. Ε, σου λέω και του Κωστακιού του συχωρεμένου κι αυτός ήτο να γεννήσει. Το γέννησεν πρώορο, ήτο να γεννήσει ας πούμε, ήτο κι η αδερφή μου τότες, δεν ηξέρω που ΄χε πάει τότες κι αυτή κι ήλειπε. Κι ήρτε λοιπό το συχωρεμένο το Κωστάκη νύχτα. Και μου λέει, βρε Βαγγελιω έλα απάνω, γιατί ήπιασε τη γυναίκα μου πόνος. […] Βρε Κώστα, λέω… Τότες δεν ηξέρω είχα άλλον πιάσει βρε παιδιά; Δε θυμούμαι, ήμουν και κουρασμένη, φύτευγα κρομμύδι. Του λέω, βρε Κώστα του λέω, τι να  σου κάμω εγώ τώρα Γιατί, λέω, δεν ήφευγε, λέω, πριν να την πιάσουν οι πόνοι, αφού είναι η ώρα της για γέννα; Μου λέει, θεία, είναι πρώορο μου φαίνεται, δεν ήτο για να γεννήσει αυτές τις ημέρες. Πάω λοιπόν απάνω, κάθουντον εκεί πάνω, ξέρεις που κάθεται, ΄κει πάνω που κάθεται τώρα, δίπλα στη Σταυρούλα, […] εκεί πάνω είναι το σπίτι τω΄. Ναι. Πάω λοιπόν απάνω. Εσεριάνιζεν εις τον καμπινέ. Της λέω μην σεριανίζεις της λέω, σε πιάνει πόνος συνέχεια; Και πόνος μου λέει και μου ΄ρχεται και συχνοουρία. Τη λέω, έλα ξάπλωσε. Τέλος πάντων ήτον ο αδερφός της εκεί, ήτον ο αδερφός της ο Αντώνης, ήτον η μάνα του, ο πατέρας της, ήτο θυμούμαι τόσοι νομάτοι, ότι θα πέθαινε. Σου λέει, ετούτη μαμή δεν είναι, το παιδί πρόωρο ξέρω ΄γω τι, πώς θα γεννηθεί; Τέλος πάντων, νομίζανε πως ήτο το παιδίν  απεθαμένο μέσα της, […] για να ΄χει αυτήν τη συχνοουρία, να την πιάνει αυτός ο πόνος, ήβλεπες και άιμα λίγο, άρα είναι απεθαμένο το παιδί μέσα της. Λέει, αν είναι δυνατό, πώς θα το πιάσουν, πώς θα το βγάλει απ΄ τη γυναίκα. Της λέω, μη σεριανίζεις, μόνο έλα πέσε να δω, λέω, το παιδί είναι ζωντανό; Ήρτε λοιπόν και ξάπλωσε βέβαια, την έπλυσα έτσι τσικουδιά [?], ήβαλα το χέρι μου και σάλεψεν το παιδί. Των λέω, το παιδί είναι ζωντανό, είναι εντάξει. Τέλος πάντων λοιπό σε καμιά ώρα την ήπιασεν ο πόνος, ας πούμε, ο δυνατός και γεννήθειν το παιδί, αλλά ήτο το παιδί σαν…  Βέβαια αυτά τα βιβλία τα ΄χετε κάνει, που ΄ναι απάνω σα σκελετοί τα παιδιά ή ζώα που έιναι. Έτσι ήτο, […] ήτον ένα πράγμα δηλαδή… Την ώρα που γεννήθειν  το παιδί, να μ΄ αγκαλιάσει η μάνα της, ο πατέρας της, ο αδερφός της, να με φιλούν, να αυτώνω  πώς την εγλίτωσα. [ch-]. Αλλά μετά ήγινεν εφτά, οχτώ μηνώ και το ΄πιασε πυρετός, άρρωστον ας πούμε, ΄ρρώστησε, μεγάλο παιδί ολόκληρο κοριτσάκι και της ήπασι να το κάμει μπάνιο του παιδίου με τον πυρετό, τότες δεν είχε γιατρόν εδώ, να του κάμουν μπάνιο, να του πέσει ο πυρετός. Αυτοί του ΄κάμαν μπάνιο από τον πυρετό, το ΄βάλαν στην κούνια να κοιμηθεί. Τη νύχτα φαίνεται, θα επιδεινώθειν ο πυρετός και πέθανε. Ναι ολόκληρο κοριτσάκι. Κι έτσι σι λέω έχω πιασμένα τέσσερα πέντε.

Το κατάλαβα πως ήτο φεγγιασμένο το παιδί, οι γιατροί δεν τα ξέρουν αυτά

Η ιστορία με το άρρωστο μωρό του ΔΕΗτζή

H: Θεία εσείς ξέρατε και γιατρικά να κάνετε; […] Ξέρατε και γιατρικά εκτός από γέννες;

Ε: Ε ναι.  Άμα ΄ναι φαλοί [?], άμα ΄ναι φεντιάσματα. Μια φορά ήτον ένας Αμοργιανός φερμένος στην ΔΕΗ λοιπόν με τη γυναίκα του, είχε μωρόν η γυναίκα και μωρό ενούς χρονού ήτο δεν ήτο. Λοιπόν δεν ξέρω, ήταν απεθαμένος μωρε παιδιά ο άντρας μου και μοναχή μου, τέλοσπάντων εν εθυμούμαι. Και ήρτε λοιπόν το Βαγγελιώ του Τσίφτη και μου χτύπησε το παραθύρι. Της λέω, τι θέλεις; Λέει, έλα απάνω στη θεία το Καλλιώ, γιατί είναι η Πολυξένη με το μωρόν και κλαίει και δε ημπορούν να το κάνουν καλά. Καλά ΄εν πάτε, λέω, να πείτε του γιατρού Χριστιανοί μου, μόνο ήρτατε εδώ σε μένα; Λέει, απάνω είναι ο γιατρός, αλλά δε… Του ΄δωκε φάρμακο, δεν ηξέρω μου λέει κι είναι σαν [ch-] παιδί, τελειώνει από τους πόνους. Φεύγω λοιπόν και πάω απάνω. Το κατάλαβα πως ήτο φεγγιασμένο [?] το παιδί, οι γιατροί δεν τα ξέρουν αυτά. Λοιπόν λέω του Βαγγελιού, φέρε μου, λέω, έναν αυγό, μπαμπάκι και αλεύρι. Με πιάνει λοιπόν ο γιατρός και μου λέει, ήντα αηδίες μου λέει είναι αυτές πού γυρεύγεις, θεία μου λέει, να κάμεις. Εγώ λοιπό ηπροβάλστηκα [?] κιόλας, ησταμάτηξα, δεν τον είπα να… Τους λέω, παρατάτε τα αφού λέει ότι… Μου λέει, θα του περάσει ο πόνος. Το παιδί αντί να του περνάει τρελαίνουντο, ήτο φεγγιασμένο. Αφού είδα λοιπόν το παιδίν, ότι υπόφερε τόσο πολύ και δεν το ΄κάναν καλά, τις λέω, Βαγγελιώ, φέρε μου εκέινα που σου ΄πα. Ο γιατρός λοιπό ητσάνιε [?]. Κάθισε στην απάνω πάντα, τσάνιε. Πιάνω το παιδί, το γυρίζω πίσω την πλάτη του, πού να σπάσει το αυγό; Το γυρίζω λοιπόν και σπά ακριβώς από κάτω από ΄δώ. Το ΄δεσα, του ΄βαλα αυτό το αυγό ας πούμεν, αυτά που της είπα, το αλεύρι, το μπαμπάκι, το ΄δεσα και γύρισε και κοιμήθειν απάνω στην μάνα του την ίδια στιγμή. Ετότες πραγματικώς λέει ο γιατρός, ότι αν δεν ήμουν, λέει, εμπρός να το ΄βλεπα, δεν το πίστευγα. Την άλλην ημέρα λοιπόν ήρτε και μου λέει, μου ΄πασιν ότι ξέρεις πολλά γιατρικά τέτοια, μα φαλοί, μα τέτοια γιατί αν δε σε ΄βλεπα, λέει, δεν το πίστευγα και θα στείλω τη γυναίκα μου, αλλά ΄ε΄ θα το πεις πουθενά γιατί δε θέλω. Θα στείλω τη γυναίκα μου να ΄ρτει, να της πεις, ό,τι ξέρεις να τα γράψει. Και την άλλην ημέρα πραγματικώς, ήρτεν η γυναίκα του. Και ήκατσα, ο,τι ήξερα της είπα ας πούμε  Προχθές ήρτεν η Μαρία του Τσίφτη, του Γιάννη, είχε τον ΄φαλόν της. Αυτή τον είχεν από λεύτερη. Ήρχουντο και την ήτριβα, της λέω, πρόσεξε από γομάρια [?], γιατί ο ΄φαλός είναι από γομάρια. Ναι τέλος πάντων λοιπό. Ήτονε πέρυσι φερμένη, της λέω. θα πάρεις ζώνα, να τον εσταματάς τον ΄φαλόν εκεί, να μη μεταφέρεται, να σε πιάνει, ας πούμε, να φέυγει από την θέση του.

H: Ο φαλός θεία τι είναι;

Ε: Ε δεν έχουμε φαλό;

H: Α, ο αφαλός ναι.

Ε: Ε, αυτός άμα σηκώσεις βάρη πολύ και ξέρω ΄γώ τι, ξεφεύγει από τη θέση του. Ο ΄φαλός είναι, ας πούμε, ο φαλός είναι τόσος που λέει ο λόγος, αλλά έχει ένα νεύρο, ας πούμε και έιναι τόσο που λέει ο λόγος, τόσο ξέρω ΄γώ τι. Λοιπόν είναι κακό πράγμα και ο φαλός. Άμα σε πιάσει δηλαδή, μπορεί να πεθάνεις από το φαλό. Σε πιάνει εμετός, σε πιάνει ζαλάδες, σε πιάνουν ναι… Κι ήρτε λοιπό προχθές και μου λέει, βρε θεία μου λέει, έτσι κι έτσι ο φαλός μου θα ΄ναι πάλι, η Μαρία, κι είμαι μου λέει χάλια, μου ΄ρχουνται ζαλάδες, κάνω εμετό. Της λέω, ήρτε νωρίς, σήμερι ας πούμε σα σήμερι. Της λέω θα ΄ρτεις το πρωί νηστικιά, να δω. Τέτοια ώρα, λέω, δεν τον εβρίσκεις. Ήρτε λοιπό το πρωί νηστικιά κι είχε ξεφύγει ο φαλός από τη θέση του και ήτο φερμένος εδώ πάνω. Ξεφεύγει και ΄κείνο το νεύρο που ΄χει τόσο και παέι όπου και αυτό. Ήτο λοιπό φερμένη, το βάλω το χέρι μου, της λέω είναι απάνω στο στήθος σου φερμένος ο φαλός. Τέλος πάντων τον ήτριψα, ζέστανα λαδάκι, την ήτριψα ξέρω ΄γώ τι, μέχρι που τον επήα στη θέσην του. Ε, αφού τον επήα στη θέσην του, την ήζωσα μ΄ ένα φουτά, για να μη ξεφύει πάλι. Της λέω, θα πας απάνω, θα ΄σαι ξαπλωμένη κάπου 20 λεπτά. Μετά θα πας απάνω, δεν θα πιάσεις σήμερη τίποτι. Και πάλι αν δε δεις ότι σ΄ ενοχλεί, έλα βάζεις το πρωί . Κι ήρτε πάλι, όχι δεν ήρτε, μου λέει, θεία, ΄γειά στα χέρια σου, μου πέρασε, σταμάτηξε μου λέει, ήμουν χάλια. Γι΄ αυτό σου λέω, πως πολυτεχνίτης, λέει κι έρημος.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ