Κάποτε μαλώναν, λέει, ο παππούς μου με τον γερο-Νικητιό για το νερό. Και ήρθε το δικαστήριο, λέει, στη Βρύση δυο φορές και δίκασε
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή.
K: Ο καθένας είχε το χωράφι του κάτω στα περιβόλια. Τη διανομή του ποιος θα ποτίζει, ποια οικογένεια θα ποτίζει πότε, ξέρετε, έχετε ακούσει ιστορία πώς έχει γίνει;
Ελ: Είχα ακούσει τον πατέρα μου βέβαια, ότι είχανε κανονίσει τα πάνω περιβόλια -τα κάτω δεν υπήρχανε, τα κάτω περιβόλια, από την κάτω στέρνα τη μεγάλη που είναι ο πλάτανος και κάτω, ήτον ναι μεν, αλλά αμπέλια, τέτοια, δεν ήτανε περιβόλια, δεν ήταν ποτιστικά, ήτανε μόνο η Βρύση απάνω. Μετά που μεγαλώσαν και παιδιά αυτώνω που τα `χανε, τα χτίσανε λοιπόν και τα ημερέψανε, να τα κάνουνε ποτιστικά. Είχαν λοιπον κανονίσει την Κυριακή να μην ανοίγεται η Βρύση απάνω καθόλου για να μαζεύεται το νερό να πάει στην κάτω. Να τρέχει όλη μέρα, να γεμίζει η κάτω στέρνα την Κυριακή και επειδή ήταν το περιβόλι πιο μεγάλο και πιο μακριά από όλα, ήπαιρνε πάντα της Δευτέρας το νερό ο πεθερός μου και την Παρασκευή το μοιράζανε μαζί με το Ζαράνη. Ήπαιρνε ο ένας, πότιζε πρώτα, και μετά το `παιρνεν από πάνω ο Ζαράνης. Ποτίζαμε κι εμείς εκεί κάτω και γι` αυτό τα θυμάμαι. Μετά, αφού πλήθυνε πια το κάτω περιβόλι, αποφασίσανε να μην ανοίγει απάνω η στέρνα καθόλου. Τότε είχεν πολλά νερά. Λοιπόν κάποτε μαλώναν, λέει, ο παππούς μου, του πατέρα μου ο πατέρας, με τον γερο-Νικητιό νομίζω, με της Ζαράναινας τον πατέρα, για το νερό. Ένα στερνάκι που `ναι πάνω από τη Βρύση ήτανε του Μαρκάκη, αυτός που `τανε αδερφός του παππού μου, και το νερό δεν το `φηνε, λέει, να κατεβαίνει κάτω, το κράταγε μόνο και πότιζε το δικό του. Ο παππούς μου όμως του λέει, ότι εφόσον το χειμώνα πάει μέσα στη στέρνα τη δημόσια, πρέπει να μας αφήνεις και μας το καλοκαίρι απόνερο, να κατεβαίνει μέσα στη στέρνα, να φτάνει, να ποτίζωμε τα περιβόλια. Πήγανε μέχρι και δικαστήριο. Και ήρθε το δικαστήριο, λέει, στη Βρύση και δίκασε. Στη Βρύση ήρθε, δυο φορές το φέραν το δικαστήριο και δίκασε, για να δούνε επιτόπου πώς είναι τα πράματα. Του λένε, λοιπό, «Το χειμώνα όταν χειμωνιάσει, το νερό πού το πας;» του `πανε του Μαρκάκη. Λέει, «Εκατεβαίνει μέσα στη στέρνα ετούτη, που `ναι στη Βρύση.» Λέει, «Τότε θα το κρατάς και το χειμώνα, θα το βάλεις μες στην τραφιά σου, θα το γυρίσεις μεσα στο δικό σου. Εφόσον δεν το αφήνεις το καλοκαίρι να έχει δικαίωμα να πάρουνε κι οι υπόλοιποι, θα το κρατάς και το χειμώνα. Μπορείς;» Λέει, «Όχι.» «-Ε, τότε λοιπό θα αφήνεις το απόνερο μόλις ποτίσεις. Θα ποτίζεις μόνο μία τραφιά αυτή που `ναι εκεί δα κάτω-κάτω, και μετά θα το γυρίζεις μες στη στέρνα τη δημόσια.» Και τότε […] χωρίσανε και τις ημέρες. Εμάς ποτίζωμε το δικό μας το περιβόλι, εμένα, του Βαγγέλη απάνω και αυτό που είναι εδώ στη Βρύση της εκκλησίας, και αυτό που είναι από πάνω από του Αναστάση που το `χει η Σοφία, ποτίζωμε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο. Ξέρω και τις ώρες. Αφήνανε τη μεσημεριανή στερνιά, γιατί περιμένανε, αν δεν πηγαίνανε όλα τα ζώα να πιούνε νερό, κατσίκια που `χανε όλοι, τα γελάδια, τα γαϊδούρια, όλα να πάνε στη Βρύση να πιούνε νερό. Έπρεπε να μείνει η στέρνα, να γεμίσει, για να πιουν τα ζώα πρώτα και μετά ν` ανοίξουνε τη Βρύση, τη στέρνα. Κι επειδή ήτανε το περιβόλι μας πιο μακριά και ήθελε πολύ νερό, παίρναμε τη μεσημεριανή στερνιά πάντα. Εγώ τον εθυμάμαι τον Γραπουσανό που το `χε το περιβόλι αυτό και καθότανε στη Βρύση, είχε μια παγκάδα και καθόταν και περίμενε να πιούνε, ένας-ένας τα κτήματα που πηγαίναν κάτω, αν είχε πάει και το τελευταίο, για να ανοίξει, να πάει να ποτίσει.
Άκουγα κι εγώ σαν παιδί πως υπήρχανε νεράιδες εις τη βρύση και κλαίγαν τα μωρά
Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση
K: Σχετικά με θρύλους που λένε διάφορα για τη βρύση, για το νερό κι όλ΄αυτά, έχετε ακούσει;
Ελ: Α, άκουγα κι εγώ σαν παιδί, […] πως υπήρχανε νεράιδες εις τη βρύση και κλαίγαν τα μωρά.
K: Εγώ θυμάμαι που μας λέγανε ότι όποιος είναι να πάει βράδυ, για ένα κομμάτι ψωμί […] το να κρατάς μαζί σου ένα κομμάτι ψωμί. […]
Ελ: Επειδή πώς το βάζει ο παπάς που σε κοινωνάει, το σίτο, τον οίνο και το έλαιο… Το ψωμί είχε τη δύναμη και δε σε πλησίζε, λέει, το ξωτικό, έτσι μας λέγαν κι εμας. Άμα βγαίναμε βράδυ έξω, λέει κράτα… Εμείς τα παιδιά βέβαια δεν πηγαίναμε πουθενά, αλλά άμα πήγαινε ο πατέρας μου που σηκωνότανε να πάνε στα ψαρέματα τη νύχτα είτε απ ΄έξω είτε… Βάλε κι ένα κομματάκι ψωμί μαζί μες στη τσέπη σου. […] Ένα κομματάκι ψωμί. Γιατί το ψωμί είναι σταυρωμένο και δεν κάνει ούτε να το πατάμε ούτε να το πετάμε.
Η: Κι εδώ για τη βρύση τι λέγανε;
Ελ: Μας λέγαν, ότι υπήρχανε λέει νεράιδες εις τη βρύση και είχαν ακούσει λέει κάποιοι δεν ξέρω, ότι είχαν τα μωρά τους. Πηγαίναν και πλέναν τα ρούχα τους στη βρύση και τ΄ακούγαν που κλαίγανε τα παιδιά. Αυτά θα ΄ταν φαντασίες. Μια κουκουβάγια να φώναζε τη νύχτα και λέγαν πως είναι τα παιδιά της νεράιδας. Όποτε δεν το πίστεψα βέβαια. Ε, καλά σαν παιδιά μας φοβίζανε και φοβόμασταν να πάμε, αλλά εγώ πολλές φορές […] που άντεχα και πήγαινα κάτω και πελεμούσα και σκοτεινιαζόμουνα και ΄ρχοτανε η συχωρεμένη η γριά Πλυτώ εδώ κάτω […] κι έλεγεν της Ειρήνης, βρε συ αυτή η Ελευθερία λες να παθε τίποτα και δεν έχει ανεβεί ακόμα; Και κατέβαινε η κακομοίρα κάτω και με γύρευε. Μου λεγε, λοιπόν, η Ειρήνη, ε δουλειές[?] τέτοια ώρα που κάθεσαι κάτω; Λέω, τι να δουλώ[?]; Δεν πάω μου λέει τέτοια ώρα εγώ στη βρύση, που να μου δίνουνε τι. […] Δεν το σκέφτηκα ποτέ να φοβηθώ, σκοτεινά που να ΄ναι κάτω. Μια φορά […] μόλις στρίβουμε, που ΄ναι η ταμπέλα βρύση και Λιβάδι, που ΄ναι η ταμπέλα ακριβώς, το από κάτω τραφάκι το ΄χεν ο γέρο Κώστας απάνω και το ΄χανε όλο αγκιναριές. Τότε όλα ετούτα τα περγαλίδια ήταν γεμάτα αγκιναριές. Ξέρεις πόση αγγινάρα έβγαζε εδώ; Τα περγαλίδια όλα μόνο αγκιναριές είχε, […] δεν είχε φραγκοσυκιές καθόλου ούτε μία, μόνο αγκιναριές είχαμε. Και είχαμε μεγαλώσει πια και του λέω… Ήταν ένα βράδυ πια σκοτεινά κι είχεν έρθει κάτω για να βεγγερίσωμε και του λέω, δεν κόβεις τις αγκινάρες σου μόνο θα ξεποχιάσουνε, που ΄ναι κάτω στο Γυρισμα; Το λέγαμε Γύρισμα επειδή πήγαινε το ένα έτσι και τ΄αλλο αλλιώς. Λέει, μπα αφού δεν τις τρώει κανένας. Λέω κρίμασι. Ε, δεν πας να τις κόψεις; Λέω να πάω τώρα; Μου λέει, άμα είσαι άξια να πας τώρα, μου λέει χαλάλι σου. Πήαινε κόψε τις. Λέω, θα πάω. Μου λέει, δεν το πιστεύω. Ήταν σκοτεινά πια. Μωρε πήγα εγώ και γέμισα ένα καλάθι μέχρι απάνω. Λέω, τι να φοβάμαι τις νεράιδες που λένε, πώς κλαίνε στη βρύση;
Η: Οι άλλοι δεν πηγαίνανε δηλαδή;
Ελ: Δεν πηγαίνανε.
Κ: Δεν πάνε εύκολα.
Το νερό της Πηγής και από πού έρχεται. Πλύσιμο ρούχων με στάχτη.
Παλιές ιστορίες για πειρατές και κλέφτες. Η σπηλιά του Πονήρη, ζωοκλοπές, τα βασιλικά, οι Γαϊδουροσπηλιές.
Η ζωή και οι δουλειές στη Μεσαριά. Ζευγάρισμα χωραφιών και μελίσσια.