Τότες πολύ παλιά βρήκανε, λέει, του πλατάνου φύλλο στο νερό κι είπανε ότι δεν είναι τοπικό μόνο έρχεται εδώ υπόγεια από την Ικαρία, αλλά είναι ψέμα

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Το νερό της Πηγής και από πού έρχεται

-Το νερό εδώ κάτω από πότε τρέχει; [στο Μερσήνι]

Ε: Αυτό είναι αιώνιο, απο πάντα. Από αφού κι αν ήγινε η Δονούσα ας πούμε, το νησί, το χωριό μας. Μάλιστα ελέγανε που βρήκανε, λέει, τότες παλιά, πολύ παλιά βρήκανε, λέει, πλατανόφυλλο, του πλατάνου φύλλο, λέει, στο νερό κι είπανε ότι δεν είναι τοπικό το νερό, μόνο έρχεται, λέει, από την Ικαρία και περνάει από θάλασσα και έρχεται εδώ υπόγεια, αλλά είναι ψέμα. Όταν δε βρέξει στο νησί, το νερό σταματάει ας πούμε. Δεν έχει σταματήσει ποτές το νερό μας, δεν έχει σταματήσει ποτέ, έχει λιγοστέψει, αλλά  σταματήσει όχι. Το χειμώνα να `σαι, να δεις εσύ νερό. Άμα βρέξει πολύ η Δονούσα το χειμώνα, κατεβαίνει, με συχωρείς, ένα νερό, τόσο από κάθε βρύση, και χτυπάει πέρα στο πλατάνι. Πολύ νερό. Από δω εγώ ακούω το βρουχισμό, πάει στην θάλασσα. Έχει μέρος που πάει το νερό στην θάλασσα, από κάτω εδώ έχει αυλάκι και πάει το νερό κάτω. Όταν βρέξει πολύ η Δονούσα. Γιατί όταν δεν βρέξει, δεν έχει νερό, είναι λίγο, και όταν βρέξει έχει πολύ; Είναι ψέμα ότι έρχεται…(από την Ικαρία). Έρχεται από το βουνό. Αλλά έχει υψόμετρο και κατεβαίνει το νερό. Μας έχουνε πει ότι το νερό κατεβαίνει από αυτό το μέρος. Από αυτή τη μεριά κατεβαίνει και πάει κάτω. Κάποιος εκεί πέρα στ` αλώνια έχει μία σπηλίτσα και κάποιος, λέει, είχε βάλει το αυτί του παλιά κι ήκουε, λέει, από κάτω το βρουχισμό του νερού, μας είχανε πει. Αλλα μάλλο` έτσι κατεβαίνει, δεν κατεβαίνει από δω από το χωριό, από κει κατεβαίνει το νερό και πάει στην πηγή κάτω.

Μετα ηπέρνανε αυτό το νερό το βρασμένο, ρίχνανε μέσα από λεμονιές φύλλα, για να μυρίζουνε

Πλύσιμο ρούχων με στάχτη

Ε: Πρώτα πλύναμε στη βρύση παλιά, δεν υπήρχαν τότες ούτε σαπούνια, ούτε χλωρίνες, ούτε τίποτα. Ξέρεις τι κάναν οι γονείς μου; Εγώ δεν τα `κανα αυτά, η μάνα μου τα `φτιαχνε αυτά και όλες οι παλιές. Εβάζανε τα ρούχα, πηγαίνανε στην βρύση, τα κάνανε μπουγάδα. Κάνανε παραστιά, σαν τζάκι στη βρύση. Βάλαν απάνω ένα ντενεκέ, ανοίγανε σαν καζανάκι έτσι ανοιχτό, το βάζανε επάνω, βάλανε νερό, βάλανε στάχτη, ξέρεις, την στάχτη από το φούρνο, ρίχνανε μέσα κι έβραζε. Τα ρούχα λοιπό τα περνούσαν από το νερό πρώτα και μετά τα στοιβάζανε στο κοφίνι, ξέρεις την κόφα αυτή που `ναι με βέργες πλεγμένο όπως είναι το καλάθι, κάτι τέτοιο αλλά μεγάλο. Τα ντανιάζανε μέσα, κάτω-κάτω, κάτω-κάτω ηβάζανε τα σκούρα κι από πάνω βάλανε τα άσπρα. Τα στοιβάζαν όλα μέσα και μετα ηπέρνανε αυτό το νερό το βρασμένο, που `τον μέσα με τη στάχτη, ρίχνανε μέσα από λεμονιές φύλλα, για να μυρίζουνε. Είχανε κόψει, αντίς κύπελλο που λέμε τώρα εμείς, κατσαρόλι και τέτοια, τότε δεν υπήρχαν τίποτα, κόβανε τα φλασκιά, βάζαμε φλασκιά και τα κόβαμε και τα λέγαμε αγκλούπια. Τα κάναμε έτσι, ας πούμε, βάλαμε το νερό, αυτό το καυτό νερό το ρίχνανε από πάνω, έτσι το ρίχνανε η μάνα μου κι όλες οι γυναίκες. Το ρίχνανε έτσι από πάνω όπως ήτανε με τη στάχτη, αλλά η στάχτη να κατασταλάξει ας πούμε, να μην είναι θομπή, να `ναι νερό καθαρό. Το `ρίχναν από πάνω, από πάνω, από πάνω, και το αφήνανε, μια ώρα, δυο ώρες, εκεί όπως ήτανε μέσα με το ζεστό, τα ρούχα, όλα αυτά. Μετά από δυο ώρες, πιο λίγο-πιο πολύ δεν ξέρω, τα βγάζανε και τα πλύνανε μετά πάλι στη στέρνα κι είχανε σαπούνι τότες ας πούμε, πράσινο σαπούνι, δεν υπήρχε τίποτ` άλλο και το πράσινο κι αυτό `τανε… Και γινότανε… μοσκομυρίζανε. Εδώ ήσουνα κι άκουγες τη μυρωδιά της μπουγάδας που λέγανε, μοσκομυρίζανε τα ρούχα.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ