Αυτές είναι ιστορίες της κλεφτουριάς. Ερχόταν οι γαλιότες, που λέμε

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Γαλιότες. Σφάξιμο ζώων στην Καλοταρίτισσα

Σταύρ: Αυτές είναι ιστορίες της κλεφτουριάς, που ‘ρχότανε η κλεφτουριά. Ερχόταν οι γαλιότες, που λέμε…

Λάρα: Ποιοι; 

Σταύρ: Οι γαλιότες.

Λάρα: Απ’ την Αιγιάλη; 

Σταυρ: Γαλιότες[ch-]. Τα καϊκια με σαράντα κουπιά[…]

Λάρα: Από πού ερχόντουσαν; 

Σταύρ: Αυτοί ήτανε πειρατέ, ήταν κλέφτες.

Λάρα: Πόσο παλιά λέμε τώρα;[…]

Φανή: Πριν την Κατοχή.

Λευτ: Αυτοί ήτανε Έλληνες ήτανε ή ξένοι; 

Φανή: Έλληνες.

Σταύρ: Πειρατές, πειρατές, κλέφτες.

Φανή: Ύστερη ήβγαν τα βασιλικά και είχεν άλλαν αυτή η κλεφτουριά. Ήβγαν τα βασιλικά. Γιατί, μου ‘λεεν ο παππούς σου, ότι μέσα στη λάγκα(?) ήτον φορτωμένο το καϊκι και είχεν πιο τα πράματα… Τις ηκυνηούσα’. Και ησφάζα’ και η λάγκα ήτο μα… Και τα γδέρνα’ και πετούσαν όλα κι είχαν μόνο τα γωνιά[?] και η λάγκα… Μου τα ‘λεεν ο παππούς σου ο Βασίλης[…]

Λευτ: Είχε γεμίσει αίματα και δερμάτια.

Σταύρ: Δε μου λες; Αυτή η χρονολογία ήταν επί Τουρκοκρατίας; 

Φανή: Πρέπει, πρέπει[…] Δεν υπάρχε βασιλικά.

Λάρα: Τα βασιλικά τι είναι;

Λευτ: Οι βασιλιάδες, βασιλιάς.

Φανή: Δεν υπάρχεν. Είχεν… Δεν είχαμε βασίλειο[…]

Ηλ: Και αυτά είχαν σαράντα κουπιά;

Σταύρ: Σαράντα κουπιά η γαλιότα.

Φανή: Η γαλιότα κατεβαίνει με δεκαοχτώ κουπιά.

Σταύρ: Σαράντα, σαράντα.

Φανή: Ε, δεκαοχτώ από κάθε πάντα.

Σταύρ: Σαράντα.[ed]

Φανή: Ηκατέβαινε, λέει, ο πατέρας σου με τον πατέραν το από το Μοσκονα, τότες ηκατεβαίνανε τις μάντρες εκεί και ήτο, λέει, μέσα το λιμάνι εκεί η λάγκα… Αίμα κι ήβγαινε όξω!

Λευτ: Τα σφάζανε.

Φανή: Και είχα’, λέει, το πανί από την πάνταν του δρόμου, για να μην τα βλέπουν οι αθρώποι.

Λευτ: Να μη βλέπουν τα σφαχτά.

Φανή: Ναι. Άκου να δεις. 

Εγώ είχα έναν πετερό και επήαινα το βράδυ και κάθεαι και μου ‘λεεν ιστορίες

Παλιές ιστορίες του πεθερού

Φανή: Εγώ, κοπέλα μου, είχα έναν πετερό, ήτον εκατό χρονώ και άμα έχασα τον άντρα μου, επήαινα το βράδυ και κάθεαι και μου ‘λεεν ιστορίες μέχρι Μικρά Ασίας τον πόλεμο.

Όταν εβγήκαν έξω από το αυλάκι αρχίσαν τις τουφεκιές μπου, μπου, μπου!

Ζωοκλοπή από πειρατές στην Κουμαριά

Σταύρ: Εγώ πάλι, εγώ πάλι έχω ακούσει αλλιώς. Ότι ο παππούς σου ο γέρο Μιχάλης κάθονταν, να πούμε, στην αυλή και βλέπει ένα φως και προχωρούσε προς την Κουμαριά.

Φανή: Εμένα μου τα ‘πεν ο πετερός μου.

Σταύρ: [ch-] Άστο, άκουσε κι εμένα. Και προχωρούσε προς την Κουμαριά. Ο παππούς σου ο γέρο Μιχάλης είχε μια μάντρα στην Κουμαριά και βλέπει το καϊκι, το φως και πάαινε προς την Κουμαριά και λέει, αυτό δεν είναι καλός οιωνός και φεύγει και πάει από πάνω απ’ το φτερό. Τα κατσίκια ήτον μες στη μάντρα, στη μάντρα. Αφού είδε το καϊκι και ήμπε μες στο αυλάκι, μες στην Κουμαριά, λέει από πάνω απ’ το φτερό, εεεε ποιοι είναι; Τι είναι; Ακούσαν λοιπόν αυτοί και λαργάρανε[?], φύγανε. Όταν εβγήκαν έξω από το, από το αυλάκι, απ’ την Κουμαριά, αρχίσαν τις τουφεκιές κι ο μπαρμπά Μιχάλης ο βοσκός ερχόταν προς το σπίτι του. Άκουσε τις τουφεκιές κι από πάνω του Παντελή η τραφιά ήταν σιτάρι…

Φανή: Εμένα μου το ‘πεν ο πετερός μου αλλιώς.

Σταύρ: Ήταν σιτάρι, σε παρακαλώ δυο λεπτά.

Λευτ: Ασ’ το να δούμε πώς θα το πει, ασ’ το να δούμε πώς θα το πει.

Σταύρ: Άκουσε λοιπόν τις τουφεκιές μπου, μπου, μπου και το… Πηγαίνα να προφυλαχτεί ο άθρωπος, ας πούμε, βγήκε από πάνω, που λες, στην τραφιά σιτάρι και ήμπε μες στο σιτάρι, για να μην τον εχτυπήσουν τα βλήματα και φύγαν αυτοί.

Φανή: Εμένα μου τα ‘πεν ο πετερός μου αλλιώς.

 

Αυτοί ήβγαν το βουνό κι πήραν το ‘να βαρέλι κρέας και το πετάξαν μες στο ρυάκα

Ο Γερ΄ Αντώνης που έκλεψε το φαγητό των πειρατών

Φανή: Έρχουνται, λέει, επά κάτω και αράζω’ και είχαν, λέει, βαρέλια και τα παστώνα’. Έρχουνται, λέει, εδώ κάτω στη… Μου τα ‘λεεν ο παππούς σου, εγώ ηπήαινα και τον ήβρισκα και μου τα ‘λεε, άμα ‘χασα το Μήτσο. Ήρχουνται, λέει, επά κάτω στο Σαπουνόχωμα κι είχανε πάρει, λέει, ένα γκουρνί από το μυλωνά και το βράζαν να φάνε και τραβάει, λέει, ο ένας το φτυάρι και λέει: Από ‘υτήν τη γυναίκα που πήραμεν το γουρνί, είναι έγκυος και δεν το ξέρει και θα κάμει θηλυκόν παιδί και μας ηπιάσανε. ‘Εν ηπρόλαβε, λέει, να το πει κι ηπρόβαλεν το βασιλικό στου Μοσχονά τον κάβο και σηκώσαν ένα βαρέλι, μου τα ΄λεε εμένα ο πατέρας σου.

Λευτ: Α και τους πιάσανε;

Φανή: Αμέ, ήρταν και πήραν το καϊκι, αλλά αυτοί ήβγαν το βουνό κι πήραν το ‘να βαρέλι κρέας και το πετάξαν μες στο ρυάκα κι πήα το βουνό, μου τα ‘πεν ο πατέρας σου, ω τι μου ΄λεε! Και πάει ο γερ’ Αντώνης, που το ‘δε και το παίρνει. Κατέβησαν αυτοί…

Σταύρ: Ποιος γερ’ Αντώνης;

Φανή: Επά πάνω. Λοιπό, πάνε το βράδυ να πάρουν το βαρέλι, να παν’ κάτω στις Καλιόπουδες[?], να μαγειρέψουν να φάν’ κι ήλειπεν το κρέας.Ναι. Λοιπο, του λένε ότι, να… Κράτηξε ό,τι κράτηξε, γιατί αν δε το φέρεις, θα πάμε να σου σφάξωμε το ζευγάρι σου τη νύχτα. Εμένα μου τα ‘λεεν ο πατέρας σου.

Λευτ: Α το ‘χε βαστήξει αυτός ε;

Φανή: Ναι.

Λευτ: Α το ‘χε κρυμμένο, είπα κι εγώ, βάσταγε ο πειρατής το βαρέλι κι ήτρεχε στο βουνό τσάμπα; 

Φανή: Ήτον πολύ, πολύ… Ηπήεν λοιπό αυτός και το ‘φερεν εδώ μετάκρυψε, δεν το πήρε… Κι πήγαν και του ‘παν ότι, κράτηξε ότι ‘θελες να φας και το άλλο να το φέρεις να φάμε. Αλλά πώς ηφύανε πιο μετά… Το παπόρι με τα όλα[…], το πήρεν το βασιλικό. Είχανε βγει τα βασιλικά[???]. Μου τα ‘λεεν ο πατέρας σου…

Λευτ: Αυτό το βασιλικό ήταν σαν, σαν καταδίωξη δηλαδή;[…]

Φανή: Ναι, ναι. Εγώ ηπήαινα και τον ήβρισκα τον παππού σου και μου ‘λεεν έτσι παλαιά[…], παλαιά.

Σταύρ: Αυτά, αυτά σε παρακαλώ, αυτά, ποιανής χρονολογίας ήτανε;

Φανή: Ποιος ξέρει Σταύρο;

Λευτ: Χίλια οχτακόσια ενενήντα κάτι ήτανε.[…]

Σταύρ: Ποιας χρονολογίας, ας πούμε, ήταν αυτό;[…]

Φανή: Ποια χρονολογία μόνο δεν τον ηρώτηξα εγώ το συχωρεμένο, να μου πει ποια χρονολογία[…]

Σε πρεσέρνανε για να πεις πού τα ‘χεις τα γελάδια κρυμμένα

Βασανιστήρια για να κλέψουν αγελάδες. Γαιδουροσπηλιές

Σταύρ: Οργώναν οι αθρώποι[…], οργώναν οι αθρώποι τα χωράφια[…], ζευγαρίζαν που λέμε[…], με γελάδια[…] κι ότα’ λοιπό’ εβλέπαν τη γαλότα, ότι ερχότανε, εεε εβγάλα… Εβγάλα τα, τα γελάδια από το ζυό, που λέμε και τρέφανε[?] με συχωρείς γαϊδούρια και πήγαιναν και κρύβαν τα γελάδια. Τις ζυκαλικές[?] που κάναν τα, τα ζώα, τα βόδια μές στα χωράφια, τις εχώνα’, για να μην τα βρουν αυτοί, ότι είναι βόδια. Και βγαίναν έξω και σου λέανε… Ερχόντουσαν λοιπό εκεί που ‘κανες ζευγάρι, έκρυβες εσύ τα, τα γελάδια και όργω… Έβαλες γαϊδούρια στο ζυό. Τα γαϊδούρια δεν τα ‘παιρνα’ για κρέας, ναι. Ψάχναν αυτοί γελάδια και σου λέγανε, πού τα ‘χεις κρυμμένα τα γελάδια; Λες, δεν έχω γελάδια[…], δεν έχω γελάδια. Ρε, πού τα ΄χεις κρυμένα τα γελάδια; Δεν έχω ντε. Τι κάνανε; Είχαν ένα, ένα σκοινί, ένα κομμάτι σκοινί και στο ‘βάζαν εδώ. Εδώ πίσω είχαν ένα, ένα ξύλο, ένα ξύλο και το[…], το σφίγγα’ λοιπό, το σφίγγαν εδώ, το σφίγγανε…

Λάρα: Βασανιστήριο.

Σταύρ: Σε πρεσέρνανε, για να πεις, πού τα ‘χεις τα γελάδια κρυμμένα. Να πάρουν τα γελάδια. Αφού λοιπό’ εσύ πρεσαρίζεις, ας πούμ’ και σου σφίγγει αυτός με το πρεσάρισμα που σου ‘βαζε εδώ πίσω, εσύ έβλεπες το, το χάρο. Αναγκαζόσουνα να, να του πεις, πού έχεις κρυμμένα τα γελάδια, κατάλαβες; Και ‘συ λοιπόν έλεγες τα ‘χω κρυμμένα…

Φανή: Ηπηαίνα’, λέει Λευτέρη, εκεί που ζευγάριζε και του λένε, έχεις και ασερνικό ζώο… Πατουχιές[ed]

Σταύρ: Λέμε ότι, ότι έκανε λέει, λέει εκάναν ζευγάρια εδώ πάνω στα[ch-]

Φανή: Στις Βάρδιες.

Σταύρ: Στις Βάρδιες όπως το λες και είχαν κρυμμένα τα βόδια από ‘κει, που ‘ναι κάτι σπηλιές. Εμείς αυτές τις σπηλιές τις λέμε…

Φανή: Γαϊδουροσπηλιές.

Σταύρ: Γαϊδουροσπηλιές. Εκεί τα ‘χαμε κρυμμέν’ τα βόδια, αλλά αφού ας πούμε σε πρεσάρανε[…] αφού λοιπόν τις επρεσάραν’ τους αθρώπους[…], αφού λοιπόν πήγαν αυτοί απάνω και τους επρεσάρανε με τα, με τα σκοινιά εδώ  και σε αυτό, σου λέει, τι να κάμωμε;[…] Και πήαν στις γαϊδουροσπηλιές, πήραν τις γελάδες και πήανε κάτω στη Μέσα Άμμο και τις βαρκάρανε[…] Και βάλαν μες στο καϊκι[???], πήγε λοιπόν ένας φουκαράς γεωργός και τις λέει του καπετάνιου: Δώσε μου, καπετάνιε, τη γελάδα μου, να πάω να οργώσω, που ΄χω τα παιδιά μου. Φέρε δυο τρεις ελιές και δώσε στον κύριο, στον άθρωπο να φάει. 

Με το που θολώσα’ λοιπόν αυτονώ’ τα μάτια με το τσίο, μπαφ με το φτυάρι!

Πονήρης. Ο βοσκός που έδιωξε τους πειρατές

Σταύρ: Άραξε ύστερ’ η γαλότα και άραξε στη Φωκοσπηλιά και βγήκαν έξω, να ‘ρτουν, να ‘βρουν το βοσκό, που βοσκούσε εδώ στις πλαγιές, στους Μοσχονάδες. Όταν είδε ο βοσκός, αυτούς ερχόταν για να του πάρουν το κοπάδι, αυτός καθόταν μες στη σπηλιά και τυροκομούσε. Ήταν τέσσερα, πέντε άτομα.

Φανή: Τρεις ήτο’, λέει.

Σταύρ: Τέλος πάντων.[…] Λοιπό’ αυτός τους είδε, ας πούμε, ότι αυτοί θα του πάρουν το κοπάδι. Οι γαλιότες ήτον αραγμένοι στη Φωκοσπηλιά, ξέρεις πού είναι φωκοσπηλιά; Ναι. Λέει, παιδιά, κάτσετε, ας πούμε, να κάμω τη μανούρα, να πάμε μετά, να φέρουμε το κοπάδι, να το πάρετε. Αυτός έβγαλε το τυρί, έβγαλε τη μυτζήθρα, άρχισε, ας πούμε, ξέρω ‘γω, τους έβαλε όπως καθόμαστε τώρα εκεί. Εγώ ήμουν εδώ ο βοσκός. Βάζω λοιπόν φωτιά στο καζάνι κι ο τσίρος έγινε…

Φανή: Βάλω το φτυάρι από κάτω στα κάρβουνα.

Σταύρ: Βγάζει λοιπόν ο τσίρος έγινε το άκουα φόρτε. Δίπλα του αυτό, αλλά ήτανε ε; Άντρας! Ήταν λοιπόν δίπλα του αυτοί οι κύριοι και περιμέναν τώρα αυτός, να τελειώσει το τυρί, να πάει να… Όπως λοιπόν καθότανε ο κύριος εδώ κι είχε το καζάνι… Ναι, είχε λοιπόν την αγκλιά, τη… Μια αγκλιά…

Λευτ: Μπουγέλο, ένα μπουγέλο.

Σταύρ: Ένα μπουγέλο κι όπως ήταν λοιπόν αυτοί εδώ και περιμέναν το βοσκό να… Ξέρω ‘γω, να πάει για το κοπάδι, κάνει παφ με το χέρι το[???] μες στα μάτια. Αυτοί ηπάθα’ μπόδιτσα[?]. Είχε λοιπόν αυτός ένα σιδερόφτυαρο…

Φανή: Στα κάρβουνα.

Σταύρ: Στα κάρβουνα, λέμε, ναι… Με το που θολώσα’ λοιπόν αυτονώ’ τα μάτια με το τσίο, μπαφ με το φτυάρι!

Λευτ: Τους σκότωσε.

Σταύρ: Και τους, τους ερημοσκοτίνιασε.

Φανή: Του Πονήρη η σπηλιά δεν είναι εκεί; 

Σταύρ: Αφού λοιπό’, αφού που είδαν αυτοί[…], που περιμένανε ότι, που περιμένανε ότι θα πάει το κοπάδι, να το μπαρκάρου’, ότι αργούνε και ξέρω ‘γω, σου λέει κάτι συμβαίνει και σηκώνει και φεύγουνε κι έτσι ο, ο τσομπάνος γλίτωσε το κοπάδι.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ