Κάναμε πολύ καρπό, κριθάρι, σιτάρι, φάβα, ζυμώναμε, κάναμε το ψωμί. Δεν περιμέναμε ούτε από Νάξο ούτε από Αμοργό να μας φέρουν

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Η ζωή και οι δουλειές στη Μεσαριά. Ζευγάρισμα χωραφιών και μελίσσια

Η: Τότε πώς κάνατε εκεί πέρα πώς περνάγατε θείε; (Στη Μεσαριά)

Δ: Περνάγαμε Ηλία ωραία, ωραία εκεί τα χρόνια εκείνα, ήταν άλλα χρόνια και περνούσαμε πολύ ωραία ναι. […] Είχαμε τα τα χωράφια, είχαμε τα ζώα, αυτά πολεμούσαμε, αμπέλια ΄κεί χαμε αρκετά αυτά […] και περνούσαμε μ΄ αυτά. Τότες δε… Ήταν οι μύλοι, κάναμε τον καρπό, ζυμώναμε το ψωμί, δεν ηπεριμέναμε για ν΄ αγοράζουμε ψωμί τίποτα. Ναι ναι ναι αυτά αυτά. Ηπερνούσαμε σας λέω ωραία εκεί πέρα. Από ΄κεί δα επήγα στρατιώτης, απ΄ τη Μεσαριά ναι ναι ναι ναι. [ed]

Ε: Εγώ ξέρεις τι ήταν η δουλειά μου, αλλά τώρα γέρασα και πιάστηκα; Εγώ ζευγάριζα, ήμουν ζευγάς μαζί με τον άντρα μου. [ed]

Η: Μέχρι πότε ζευγαρώνατε εδώ;

Ε: […] Από τώρα πιάνουν τα ζευγάρια Ηλία μου…

Δ: Μέχρι το μέχρι το Μάρτη. […]

Ε: Εμείς η πρώτη μας δουλειά αυτή την εποχή…

Δ: Θα σπείρωμε τώρα κριθάρi…

E: Πιάναμε το άλετρο…

Δ: Θα βάλουμε το φάβα, τώρα τα σπέρνωμε. Μετά λοιπο ζευγαρίζαμε, τότες βάζαμε κρεμμύδια πολλά και τα βάζαμε από τα μισά του Γενάρη και πέρα. Ύστερα πάλι ζευγαρίζαμε τα υπόλοιπα χωράφια, τα κάναμε συσάμι, φασόλια, τέτοια. […] Το Μαρταπρίλη τότες γίνονται αυτά. […] Αυτά κάναμεν εμείς τότες που ήμουνα στη Μεσαριά, Ηλία ναι. […] Κάναμε ρεβύθια οουυυ! Ρεβύθια, φασόλια, συσάμι τέτοια πολλά ηκάναμε μέσα στα χωράφια. […] Είχεν ο πατέρας μου περιουσία μεγάλη πέρα στη Μεσσαριά ναι ναι και σπέρναμε πολλά σας λέω και κάναμε. Συσάμια γεμίζαμε τσουβάλια μεγάλα. Τα γεμίζαμε συσάμι, ναι. Τότες σας λέω περνούσαμε […] κι είχαμε Ηλία και καμιά δεκαριά μελίσσα, μέλισσες. […] και κάναμε λοιπόν με το συσαμάκι συσαμόμελο. […] Βγάλαμε μέλι πολύ μέλι. Πουλούσαμε και παίρναμε και λάδι με το μέλι ναι. Τώρα ξεκιώσαν[?] παιδί μου οι μέλισσες, δεν έχωμε μελίσσα τώρα. Εκεί κάτω στον Κάμπο νομίζω πως έχουνε. […] Μελίσσα πολλά! Βγάζαμε μέλια! Πήγαμε μια φορά εκεί πέρα που ΄τανε μια μέλισσα, γεμίσαμε ένα ντενεκέ μεγάλο ντενεκέ και μια σύχλα από μία μέλισσα ναι τόσο πολύ.

Ε: Αξέχαστο θα μείνει.

Δ: Γεμάτο το κυψέλη μέχρι εμπρός, μέχρι εμπρός γεμάτο.

Ε: Το ΄χε επά πάνω ο συγχωρεμένος ο Χρήστος […].

Δ: Είχεν έρθει ο Χρήστος εδώ πάνω και [ch-], του κυρ Νίκου ο πατέρας […]. Εκείνος ήρθε και μας ητρίγουσεν εκεί πέρα και βγάζαμε μέλια. […] Πολλά Ηλία μου τότε, πολλά! Αυτά είχαμε εκείνα τα χρόνια Ηλία μου και περνούσαμε και κάναμε, σου λέω, καρπό κάναμε πολύ καρπό εμείς, κριθάρι, σιτάρι, φάβα πολύ. […] Ήταν οι μύλοι και μας ηλέθαν τον καρπό και ζυμώναμε, ζυμώναμε, κάναμε το ψωμί. Δεν περιμέναμε ούτε από Νάξο ούτε από Αμοργό να μας φέρουν. Το σιτάρι κάνει ωραίο ψωμάκι, ωραίο παξιμάδι ναι. Και ζυμώναμε σας λέω και… Περάσαμε τη ζωή εκεί πέρα ωραία, αλλά τώρα σου λέω, Ηλία μου, για να πάω, δεν κάνω.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ