Επήγαινα στη Μεσαριά για ν`αποχαιρετήσω και `πάντηξέ μου ο χάροντας και μου `πε στρέψε πίσω
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Εύθυμες και πένθιμες ρίμες
Δ: Επήγαινα στη Μεσσαριά κι εκεί στα σκαλοπάτια[?] […] κι εκεί που με ποτίσανε τριώ λογιώ φαρμάκια. […] Επήγαινα στη Μεσσαριά για ν΄αποχαιρετίσω και πάντιξέ [?] μου ο χάροντας και μου ΄πε στρέψε πίσω. […]
Κ: Αυτά τα βγάζετε τώρα ή τα ΄χετε ακούσει;
Ε: Όχι από μικρός μικρός.
Δ: Τα ΄χω βγάλει από…
Ε: Ε από 30 από 20. […] Ναι ο ίδιος τα ΄χει σχεδιάσει […].
Κ: Για θυμηθείτε κι άλλες τώρα που πήρατε φόρα! […]
Δ: Άκουκεν πως θα κατεβώ στο μαυρισμένον Άδη, που ΄ναι ψηλός σαν εγκρεμός βαθύς σαν το πηγάδι. [ed]
Ν: Ο Κώστας του Σταύρου έλεγε τι ΄ναι στο Σοχωράκι…
Δ: Α τότες ημαλώναν απάνω που κανε το θέρος εκείνο στο Σιχωράκι. Ήταν ο μακαρίτης ο Στέλιος πήαινε θέριζε και ηπήαν οι άλλοι και ημαλούσαν, πάνω τσακωθήκανε. Ήρτεν από Καλοταρίτισσα η Πετσετάκενα κι εκείνε κι ήταν ο Κώστας του Σταύρου κάτω στο περβόλι, ανέβειν πέρα στο σπίτι του και ήκουσειν και φωνάζειν, βρε παιδιά τι ΄ναι στο Σιχωράκι; Αμέσως η Ζαρανιά τον ήκουσεν κι λέει ο Κώστας του Σταύρου φώναζε τι ΄ναι στο Σοχωράκι, του Σμαραγδιού το σώβρακο εσχίστηνε λιγάκι. [ed]
Ήτονε μια φορά εκεί πάνω, είχανε ένα χωράφι, το ΄χανε δώσει εδώ. Ήτονε μια της Πετσετάκενας εκεινής, είχε παντρευτεί του Περιβολάρη ο γιος ο Στέλιος. Του ΄χανε δώσει ένα χωράφι εδώ πάνω, το ΄χε λοιπό σπύρει. Αφού δεν ξέρω δυο τρία χρόνια τέσσερα ήτανε παντρεμένοι και πόθανε μετά, αυτή τη λέαν Καλλιόπη. Πόθανε την πήγαν στην Αμοργό, πόθανε. Ήταν το χωράφι, ήρτεν ο Μάης, μπήκαν να το θερίζου. Ήταν η Ζαρανιά αντίκρυ και ήρταν από πίσω και τους κάναν μπόλεμο και τους λέει η Ζαρανιά, ακούσετε να σας ειπώ εις στις οχτώ του Μάη, τα στάχυα που θερίζανε ποιος θα τα πρωτοπάρει; Στου γέρου Κώστα τις σπηλιές μέσα σ΄αυτή την πόλη, δίχως μπαρούτι και φωτιά ησκοτωθήκαν όλοι. Ο Περβολάρης έτρεχεν να πιάσει μια μαγκούρα μ΄όλα τα γεροντάματα εγώ θα κάμω γιούρα.
E: Αυτή, Ποπάκι μου, τη ρίμα […] να της πεις στη μαμά σου, πως την ήλεεν πες η νονά σου. Η νονά σου πες τις ήβγαλεν αυτές. [ed]
H: Αυτά τα βγάζατε με μιας; […] Τα τραγουδάγατε κιόλας;
Δ: Ναι ναι ναι ναι.
Ε: Όχι, έτσι τα σκέβγουντο και τα βγάλανε.
M: Αυτή έβγαζεν πολλά εκείνη δα η γυναίκα. Ήτανε του Ζαράνη η γυναίκα ήκουεν αυτή, Σοφία εδώ πάνω, του γέρου Νικητιού κόρη ήτανε. [ed] Ήβγαλε που λες καμπόσα και στο τέλος τους είπε Σοφία η ποιήτρια καταγωγή Σιγάλα αφήστε με παρακαλώ να τραγουδώ μεγάλα. Η Ζαρανιά έβγαλε τα ποιήματα. Είχε βγάλει πολλά. Αφού τα ΄στειλε να τα τυπογράψουνε τότες […].
E: Κι ο συχωρεμένος ο Νικόλας […] κι εκείνος είχε πολλά βγαλμένα στη μάνα του την κακομοίρα. […] Τα ΄χε γράψει όλα τα τραγούδια, αλλά τα βρανε οι συγγενείς και του τα κάψανε. Όλα αυτά τα τραγούδια που τα ΄χε. […] Τόσο λυπητερές ρίμες όπου είχε πεθάνει η μάνα του η κακομοίρα, που τις ήβγαλε, της έβγαλε ας πούμε τραγουδάκια ο κακόμοιρος.
Δ: Αφού ετοιμαζόσουνα ν΄αφήσεις τη ζωή σου, γιατί δε μου το έλεγες να ΄ρθω κι εγώ μαζί σου; […] Οι αλήθειες γίναν ψέμματα τα ψέμματα αλήθειες, έφυγες μητερούλα μου και πίσω πια δεν ήρθες. […]
E: Και γιατί πέθανε ας πούμε η κακομοίρα κι ήμεινε μονάχος, […] της ήβγαλε ας πούμε ποιηματάκια. Σου λέω πάκα, πάκα χαρτιά.
Δ: Ναι ναι είχε γράψει κόλλες πολλές πολλές ο Νικόλας, αλλά δεν υπήρχε να τις πάρω τις κόλλες που θελα να τις διαβάσω, μόνο τις ηπήραν, τα κάψανε, τι τα κάμανε. [ed]
Ε: Εκείνος (αναφέρεται στον άντρα της) ήτανε σου λεώ με τη γυναίκαν που έχει τη μαμά σου βαφτίσει και τον είχε ξεφτέρι κάμει σε όλα. Όλα και σε ποιήματα και σε αυτά τα κάλαντα και τα πάντα, γιατί τα λεεν εκείνη και τον είχε κοπέλι εκεί και τον ησπούδαζε.
Έπεσα και κοιμήθηκα κι είδα στο όνειρό μου, να χτίσω την Αγιά Σοφιά να ΄ρθώ στο λογισμό μου
Το ποίημα της Αγίας Σοφίας
Ε: Της Αγιά Σοφιάς το ποίημα που ε’ιχε ο συχωρεμένος [ch-].
Δ: Αλλά πώς ξεκινάει; Δεν μπορώ να το σκεφτώ. […] 23 μερόνυχτα ήμουνα στο κρεββάτι ούτε φαί ούτε καφέ στο στόμα μου να βάλω και τότες απελπίστηκα πως ήρθε να πεθάνω. Έπεσα και κοιμήθηκα κι είδα στο όνειρό μου, να χτίσω την Αγιά Σοφιά να ΄ρθώ στο λογισμό μου. Την εκκλησία έχτισα με το καμπαναρίο της, έχει και το σπιτάκι της και το προαύλιό της. Παρακαλώ σας βρε παιδιά να τη φωτολογάτε, πάτε να τη θυμιάζετε, να μην την εξεχνάτε. Γιατί είναι μάνα που πονεί, κοιτάζει ένα ένα, που ανεστήνει τους νεκρούς, ανέστησε και μένα.
Ε: Θεός συχωρέστον εκεί δα που είναι.
Δ: Έτσι ακόμα είναι κάνα στιχάκι μόν΄ το ξεχνώ πως το λέει το τελευταίο. […] Η Αγιά Σοφιά μ΄ανέστησε κι οι τρεις τις θυγατέρες. Η μια είναι η Πίστη, η Ζωή κι άλλη η Αγάπη, γι΄αυτό τους έχει κι ο Θεός μες σε χρυσό παλάτι. Έτσι είναι το τέλος, μέχρι εκεί. […] Το διάβαζε ένας καθηγητής πέρα και λέει ααα αυτός ο άνθρωπος, λέει, ήταν ποιητής.
E: Ήγιασεν, λέει, που το ΄χει βγάλει λέει αυτό το αυτό.
Ηπόπαμεν τ΄αφέντη μας, του μπέη του λεβέντη μας
Στίχοι από παλιά κάλαντα
Δ: Ηπόπαμεν τ΄αφέντη μας, του μπέη του λεβέντη μας, να πούμεν της κυράς μας της καλονοικοκυράς μας, κυρά ψηλή κυρά λιγνή κυρά καμαροκρίδα, που ΄χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος, κύρα μου όταν στολιστείς και βάλεις τα καλά σου πως τρελαίνει η ομορφιά σου. Αν έχεις κόρη έμορφη γραμματικός τη θέλει, αν είναι και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει. Θέλει αμπέλια τρίγυρτα κι αμπέλια τριγυμένα, θέλεικε και την θάλασσαν μ΄όλα της τα καράβια. Αλλά ξεχνάω την αρχή μωρέ, πώς είναι η αρχή του αυτή δα. [ed]
Η: Αυτό που μας είπατε θείε ήταν […] κάλαντα; Το προηγούμενο που δε θυμόσαστε την αρχή […] Είναι κάλαντα αυτά που τα λέγατε τα Χριστούγεννα;
Ε: Ναι ναι κάλαντα είναι.
Δ: Ναι ναι ναι ναι.
Ε: Κάλαντα. Τα λέαν ας πούμε στα παλιά χρόνια ας πούμε εδώ. […]
Δ: Όλοι οι αθρώποι του χωριού ήτανε. Θυμάμαι εγώ τον Περβολάρη, το γέρο Περιβολάρη, εγώ ήμουν δώδεκα χρονώ΄, δώδεκα χρονώ και όλοι λοιπόν οι αθρώποι οι χωριανοί… Πήγαινεν αυτός εμπροστά και τα ΄λεγε κι ακολουθούσαν όλοι και τα λέγανε τα κάλαντα αυτά που σας είπα στο πρώτο. Όλα γύρω γύρω στο χωριό στα σπίτια απ΄ έξω ναι ναι ναι. Είναι πολλά αλλά σε λέω έχω ξεχάσει την αρχή του πως αρχινάει εκείνο, αυτό που σας ηπρωτόπα. Ναι είναι πολλά και τα κάλαντα. Θέλει ώρα να τα σκεφτώ, γιατί είναι σου λέω πολλά χρόνια που τα παρατήσαμε. Αφού ΄μουν δώδεκα χρονώ που τα λέγαν αυτά, τα λέγαμεν τότες.
Ρίμες για τον τράγο του Μιχαλάκη
Οι πρώτοι κάτοικοι της Δονούσας. Η πρώτη εκκλησία του Σταυρού, η καταστροφή της και η κατασκευή της δεύτερης.
Οι χοροί των πανηγυριών. Γλέντια στον καφενέ. Η λειτουργία του ως γραφείο της Κοινότητας και χώρος για τον ασύρματο.
Αποκριάτικα γλέντια και Δονουσιώτες βιολιτζήδες. Γάμοι στα σπίτια. Η Τρουλιανή που μέθυσε και τραγούδησε. Προξενιά από την Αμοργό. Προξενιό από το ίδιο χωριό για λόγους πρακτικούς. Κρασιά και μεθύσια