Από την Αμοργό ήρθανε οι πρώτοι κάτοικοι εκείνοι
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Οι πρώτοι κάτοικοι της Δονούσας. Η πρώτη εκκλησία του Σταυρού
Η: Θείε ξέρετε εσείς πότε πρωτοκατοικήθηκε η Δονούσα; Πότε ήτανε οι πρώτοι κάτοικοι που ήρθανε εδώ;
Δημ: Ξέρω. Οι πρώτοι κάτοικοι ήρθανε μετά την Επανάσταση, Επανάσταση του 1821, βάστηξε 10 χρόνια και τότες ο πόλεμος, το 1830 που έγινε ανεξάρτητο κράτος πια η Ελλάδα, ε, μικρή Ελλάδα ήτον τότες, η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα και οι Κυκλάδες.
Η: Στη Δονούσα ποιοι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι, από πού ήρθανε;
Δημ: Από την Αμοργό ήρθανε οι πρώτοι κάτοικοι εκείνοι. Γιατί στην απαρχή του πολέμου, που λέμε, και πριν, πρέπει να `τον το νησί ακατοίκητο, δεν είχε κατοίκους, γιατί υπήρχαν οι πειρατές που λυμαίνοντo τη Μεσόγειο και το Αιγαίο εδώ και… δεν ηφήναν τίποτι και όλος ο κόσμος επήαινε στην Αμοργό. Πάνω στη Xώρα μάλιστα, γιατί τα Κατάπολα έχω ακούσει πως ήτον έρημα, κι η Γιάλη. Πάνω στη Χώρα είχεν κι ένα κάστρο και εκεί μαζεύουντο άμα φαίνουντο κάνα πειρατικό που `ρχοντο μες στο λιμάνι. Μετά που `γινε η ελευθερία εδώ να, ειδοποίησαν οι αρχές, ποιος θέλει να πάει στη Δονούσα να καταλάβει τα μέρη εκείνα. […] Δεν είχε χωράφια τότες εδώ κι ήρθαν καμιά δεκαριά οικογένειες από την αρχή: οι Κωβαίοι, Πράσινοι, Μαρκουλήδες και Σιγαλαίοι και Ρούσσοι, αυτούς ξέρω που ήταν οικογένειες. […] Ηπήανε, όπως καταλαβαίνω… εδώ ήτον τρεις-τέσσερεις, κατοίκησαν εδώ στον Κάμπο που λέμε, στο Σταυρό, άλλοι δυο-τρεις στη Μεσσαριά, τρεις και στην Καλοταρίτισσα κι άλλοι τρεις στο Μερσήνι, έτσι πιάσανε.
Η: Και γιατί σκορπιστήκανε;
Δημ: Για να πιάσουν τα πράματα, τα χωράφια. Γιατί είχε χωράφια καλά. Και τα πήρανε, τα πιάσαν εκεί. Ε, μαζεύουντο, εδώ ήτον πάντοτε η έδρα, είχε εκκλησία, κοινότητα δεν είχε εδώ αλλά… Είχανε την εκκλησία, ηκάμαν το Σταυρό από την αρχή και κατεβαίνουνταν Κυριακή και λειτουργούντο εδώ αυτοί οι ανθρώποι. Ε, σιγά-σιγά ήρταν κι άλλοι. Μετά ήρθαν και μέσα απ` τη Σύμη οι Σκοπελίτες, οι Τσαβαρίδες. Άλλοι από την Ύδρα, από τη Νάξο ε, και ημαζέψαν καμιά πενηνταριά οικογένειες.
Η: Αυτοί από τη Σύμη πώς ήρθαν εδώ; Γιατί ήρθανε Δονούσα;
Δημ: Αυτοί ήτονε ναυτικοί, σφουγγαράδες και ψαράδες. Ε, γύριζαν τα νησιά όπως γυρίζουν και τώρα. Ε, έβγαιναν κι εδώ στα καφενεία, είδανε τον κόσμο, είδανε τις κοπέλες τότες, τες αρέσανε, ε, τα φτιάξανε και παντρεύτησαν εδώ και μείναν εδώ. Ο γερο-Συμιακός, που λένε, ο παππούς μου κι ο γέρο-Παντελιός Τσαβαρής, αυτοί ήτανε. Μείναν εδώ, ήκαμαν οικογένειες -και μεγάλες οικογένειες, από δέκα παιδιά και πάνω. Αυτοί φέραν όμως και πολύ χρήμα πάνω στο νησί, χρήμα και… είχαν κίνηση καλή. Από αυτούς ηνοίξαν μαγαζιά, τα πρώτα εστιατόρια κάνα-δυο τ` ανοίξαν αυτοί, τα παιδιά τους δηλαδή. Ναι, ηκάμαν την εκκλησία, οικοδομήσαν την εκκλησία ο παππούς μου.
Κατέβηκε ο κατακλυσμός τα σάρωσε όλα, πήρε και την εκκλησία, πήρε και την εικόνα του Σταυρού
Η καταστροφή της πρώτης εκκλησίας του Σταυρού. Η κατασκευή της δεύτερης
Δ: Στην αρχή είχανε κάμει ένα μικρό εκκλησάκι εδώ, το Σταυρό, οι παλιοί εκείνοι οι ντόπιοι του περασμένου αιώνα, του 1850 ξέρω γω. Το οποίο εκκλησάκι ηκατέβει ένας κατακλυσμός -το ΄χαν εδώ μέσα στον Κάμπο χτίσει, δεν το ΄χανε επάνω στις παρυφές του λόφου, μόν΄ το ΄χανε κάτω εκεί που ΄ναι τα Περγαλίδια, που λέμε. Κατέβηκε ο κατακλυσμός, τα σάρωσε όλα αυτά και τα πήγε στη θάλασσα, πήρε και την εκκλησία, την ηβούλιαξε, πήρε και την εικόνα του Σταυρού. […] Οι πέτρες είναι ακόμα εκεί δα. Στο μίνι μάρκετ δίπλα είναι, υπάρχουν τα θεμέλια ακόμα της εκκλησιάς εκείνης. Την εικόνα τη βρήκανε στην Αμοργό, στην Κάτω Μεριά που λέμε εκεί, κάτι βοσκοί ξέρω γω τσοπαναραίοι, και την πήραν την εικόνα όπως είναι από τα βράχια εκεί δα και ηπήανε στο χωριό απάνω στο Βρούτση ξέρω γώ, που ήταν οι παπάδες, κάτι παπάδες που ήρχουντο κι εδώ, γιατί εμείς δεν είχαμε παπά. Κατά διαστήματα έστελνε ο δεσπότης έναν παπά για να λειτουργήσει. […] Όπως και τώρα τελευταία πριν μια δεκαπενταετία το πάθαμε και επί των ημερών μας.
Γ: Τι δεν είχε εδώ;
Δ: Ηπέθανε ο παπάς που είχαμε το ενενήντα. Μέχρι το ενενήντα πέντε και τα λοιπά δεν είχαμε παπά, ήστελνε […] όλοι αυτοί ο μητροπολίτης της Θήρας. […]
Γ: Έστειλε η μητρόπολη παπά άλλονε;
Δ: Δεν είχε μόνιμο, αλλά υποχρέωσε τους παπάδες της Αμοργού […] και των Κουφονησίων να ΄ρχονται κάθε δεκαπέντε μέρες ένας εδώ […] να λειτουργεί κι ήρχουντο.
Γ: Τώρα έχει μόνιμο;
Δ: Ε ναι έχωμε τώρα μόνιμο εντάξει. Λοιπόν, την εικόνα την εβρήκανε, την εγνώρισαν πως ήταν του Σταυρού και μας την ηφέραν πίσω και συγκεντρώθει πάλι ο κόσμος εδώ κι είπανε να κάμουνε άλλη εκκλησία. Κάματει που ΄ναι τώρα η τωρινή εκκλησία κάμαν μπροστά εκεί ένα άλλο εκκλησάκι […]. Λειτουργούσε αρκετά χρόνια. Εντωμεταξύ ησκέφτησαν πάλι οι ίδιοι οι κάτοικοι, ότι το εκκλησάκι αυτό είναι μικρό, πάλι δεν επαρκεί για τον κόσμο, γιατί ο κόσμος, όχι πως ήτον πολλοί, ήτον διακόσια, τρακόσια άτομα […]. Πρώτα ήτον πενήντα, εξήντα, εκατό ξέρω ΄γώ. Άμα ΄ναι διακόσοι τρακόσοι τι να πάρει; […] Δεν τους παίρνει, κάθουντο απ΄όξω στην αυλή οι πιο πολλοί. Κι έγινε αυτή το χίλια εννιακόσια δύο γράφει η εκκλησία πάνω […], επί τον καιρό που ήτον ο παππούς μου επίτροπος, Δημήτριος Σκοπελίτης, το γράφει απάνω. Κι έγινε ανακαίνιση εκείνης της εκκλησίας κι έγινε αυτή η εκκλησία που υπάρχει.
Γ: Μάλιστα.
Δ: Τώρα αυτή η εκκλησία για ΄μας είναι ό,τι πρέπει. Και υπάρχει αυτή η εκκλησία κι ο κόσμος βολεύεται. Έρχεται απ΄ τα χωριά, είχαν και τα χωριά κόσμο ηκατεβαίνα΄ όλοι εδώ […]. Μετά ηγίνησαν κάτι εκκλησάκια εκεί στο Μερσίνι ένα και στην Καλοταρίτισσα άλλο ένα τα οποία λειτουργούν μόνο στην εορτήν τους […] της Αγιά Σοφιάς και του Αγίου Γεωργίου.
Εύθυμες και πένθιμες ρίμες. Το ποίημα της Αγίας Σοφίας. Στίχοι από παλιά κάλαντα
Πώς πρωτοκατοικήθηκε η Δονούσα. Ιστορία παλαιά.
Οι χοροί των πανηγυριών. Γλέντια στον καφενέ. Η λειτουργία του ως γραφείο της Κοινότητας και χώρος για τον ασύρματο.
Λεφτά στους οργανοπαίχτες για να χορέψεις. Γλέντια στον καφενέ. Το γλέντι στο Λούρο και η πλάκα με το Ταχυδρομικό