Σηλυβριανό είναι ένας ωραίος χορός που το χορεύουνε δυο άντρες αντικρυστά

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Οι χοροί των πανηγυριών

Γ: Ο κόσμος γνωριζόταν στα πανηγύρια και τέτοια όπως γινόταν και σ` άλλα μέρη;

Δ: Βεβαίως! Με τα πανηγύρια, και ηχορεύαμε κιόλας.

Γ: Ε, με τι χορεύατε; Για να δούμε τώρα.

Δ: Με τα βιολιά λέμε.

Γ: Ναι, τι χορούς; Συρτά, μπάλους…

Δ: Πρώτα-πρώτα ηδίναμε συρτό, σηλυβριανό, μετά πολίτικο, σαμιώτικο, συριανό, σούστα και τα λοιπά. Μετά μπάλο, καλαματιανό. Και όλα αυτά τα χορευτικά τα χορεύαμε.

Γ: Το σηλυβριανό ποιο είναι;

Δ: Σηλυβριανό είναι ένας ωραίος χορός, που το χορεύουνε δυο άντρες στην αρχή που θα σηκωθούνε, αντικρυστά που λένε.

Γ: Α, αντικρυστός είναι;

Δ: Ναι αντικρυστός στα δύο, οι άντρες μόνο.

Γ: Για ν` ακούσω.

Δ: Κάνουν αυτή τη φιγούρα, μετά σταματάνε, σταματούν τα όργανα και μετά θα μπεις στον κύριο χορό. Θα σηκώσουν τις γυναίκες, αυτός που `ναι μπροστά ο αρχηγός.

Γ: Πάλι αντικρυστά;

Δ: Όχι, συρτό. Τώρα μπαίνουμε στο συρτό, το πολίτικο πρώτα. Πολίτικος λέγεται ο πρώτος συρτός. Ένα ωραίος συρτός. Τρεις-τέσσερεις γυναίκες, πέντε, δύο, όσες γουστάρεις να σηκώσεις και να πάρεις είκοσι βόρτες στον πολίτικο, το φέρνεις στο σαμιώτικο, το συρτό που λέμε τα τραγούδια τα ερωτικά, ξέρω γω. Μετά λέμε ένα άλλο, συριανό το λέμε, πάλι συρτό. Συνεχίζεις εκεί, όλους να τους χορέψεις και να τις φέρεις εμπρός και πίσω που λέμε τις γυναίκες, για να πει ο τραγουδιστής τραγούδι και σ` αυτές, στις υπόλοιπες. Και τελευταία μπαίνει μια σούστα μέσα, ξέρεις…

Γ: Το ξέρω… Αυτό είναι κρητικό όμως. 

Δ: Όχι, έχουμε δωδεκανήσιες σούστες ωραίες πολύ, δεν είναι μόνο κρητικά. Από τη Σύμη ήρταν οι σούστες… Και μετά μπαίνεις στον μπάλο, ανοιχτό αντικρυστό κι αυτό. Ε, ύστερι κάνα καλαματιανό, καλαματιανό ηχορεύαμε κι εμείς εδώ, καλαματιανά αργίτικα. «Σαν πας στην Καλαμάτα και `ρθεις με το καλό, φέρε μου ένα μαντήλι να δέσω στο λαιμό» και τα λοιπά. Μέχρι και ζεμπέκικα ηχορεύανε. Λίγα ζεμπέκικα ηχορεύανε, κάτι μικρασιάτικα. 

Δεσπ: Τσιφτετέλια χορεύατε;

Δ: Ε, το κουτσοσυνοδεύαν, το  τσιφτετέλι, ε… Λίγο απ` όλα, ηχορεύαν το τσιφτετέλι, ναι.

Το κέντρο του γλεντιού ήτονε ο καφενές

Γλέντια στον καφενέ. Η λειτουργία του ως γραφείο της Κοινότητας και χώρος για τον ασύρματο

Η: Στον καφενέ θείε γλεντούσατε;

Δημ: Εκεί ήτονε… Το κέντρο του γλεντιού ήτονε ο καφενές. 

Κ: Ο καφενές πού ήτανε;

Δημ: Αυτό που είναι εκεί μπροστά στου Τσαβαρή το σπίτι. Εκεί στης Λίτσας μπροστά, που είναι ένα κτίριο ωραίο. Εκείνο ήτο δικό μου. Μου το `χε γράψει ο παππούς γι` αυτό και…

Η: Εσείς τον είχατε τον καφενέ;

Δημ: Εγώ. Ε, εκεί γλεντούσαμε κάθε Κυριακή, τότες είμαστε νεαροί, δεν είμαστε εικοσάρηδες, γιατί είχα… Τα αδέρφια μου παίζαν βιολιά κι εγώ λαούτο και βιολιά κι ένας κουνιάδος μου εδώ κι αυτός. Εγώ είχα το μαγαζί και πήαινα στη Νάξο και κουβάλου ποτά και γλυκά και διάφορα κρασά. Δούλευα καλά δηλαδή, εγώ απ` όλους τους νεαρούς είχα λεφτά, το μαγαζί πάντα βγάλει λεφτά. Αλλά το αποκορύφωμα ήτον του Σταυρού κάθε χρόνο. Ήρχουντο απ` το Κουφονήσι όπως έρχουνται έτσι δα… Βιολιά και λαούτα. Εκεί γίνουντο το πανηγύρι το μεγάλο, μετά την εκκλησιά, όπως γίνεται (σε) κάποια πανήγυρια, μετά πηαίναμεν απάνω. Φώτα δεν είχαμε καλά, είχα όμως εγώ ένα λουξ και το `ναβα και μαζευόμαστε εκεί. Παίζαμε μέχρι τα ξημερώματα. Και του Άη Νικήτα ηγλεντούσαμε, γιατί είχε Νικήτουδες εδώ, τρεις μέρες. Μόνο την Αγιά Σοφιά δεν ήταν ακόμα χτισμένη και δεν ηπηαίναμε. Μετά που ηχτίστην κι αυτή ήκαναν κι εκεί πανηγύρι στην Αγιά Σοφιά, που πάει μέχρι τώρα, το τηρούμε. Αλλά εδώ που λες ήτανε ο καφενές. Κατεβαίναν οι χωριανοί όλοι, […] ηχορεύαν κιόλας, τραγουδούσανε. Όλοι κάθε Κυριακή. Μα είχε και νέους, καμιά πενηνταριά νέοι και νέες είμαστε. Βέβαια, είχε κόσμο, ήταν εδώ γλεντζέδες όλοι. Αλλά ο καφενές, που λες, έβγαλε ιστορία μεγάλη. Μετά του `δωκα του Ηλία που παντρεύτηκε το `78 μέχρι το `80, τον ηπούλησε. Τον ηπούλησε, τον πήρε μια Φλώρα από την Αθήνα, του Τσαβαρή. Μετά τα γλέντια ητραβήξαν κάτω πια, τα πανηγύρια, στα κάτω μαγαζιά. Γιατί πρώτα υπήρχαν αλλά δεν ηπήαινε ο κόσμος εκεί. Λέω μαγαζιά τα μαγαζιά του Σκοπελίτη του Γιώργη, είναι μετά τ` Αντωνακιού εκεί του Τσίφτη -το λέγαν τ` Αντωνάκι- ήταν ο πατέρα του, αυτός το `χε, ο Μαραγκός, ο Χρήστος. Ε, όλοι τις ημέρες εκείνες όλοι κουτσοδουλεύανε, αλλά βιολιά δεν… Πηαίναν και φέρναν κάποτε κι άλλα βιολιά, δες τώρα, τακίμι που λένε, και παίζαν κάτω στου θείου του Γιώργη του Σκοπελίτη. Αλλά τελευταία τα παρατούσαν κι ήρχουντο απάνω όλοι μετά τα μεσάνυχτα.

Η: Α, ερχόντουσαν μετά σε σας;

Δημ: Ε, να, δεν ηπήαινε κόσμος, τι να πάει; Κάτι Ναξώτες ήρχουντο εκεί, είχαν μάθει τον καφενέ που `ταν εκεί, τ` Αντωνακιού…

Η: Και φτιάχνατε κρασί και ρακή ακόμα όπως τώρα ε;

Δημ: Ναι ηφτιάχναμε, αλλά εγώ ήπαιρνα, γιατί θέλαμε ποσότητες, από τη Σαντορίνη, βαρέλια ολόκληρα, ογδοντάρια, κατοστάρια, εκατονεικοσάρια. Είχα μια σειρά βαρέλια διάφορα νούμερα κρασί μαύρο, μπρούσκο, γλυκό, ροζέ, ημίγλυκο, νυχτέρι, βέβαια. Ποτά είχα ούζα, κίτρα, τσέρι, μπανάνες, τα `παιρνα από τον Προμπονά απ` τη Νάξο. Είχα πάει κι ηγνώριστεμ` εκεί και του άρεσα και με τροφοδότησε αυτός ποτά. Ήτο κι ένας άλλος Τσαμίνης, αλλά εγώ επροτίμησα τον Προμπονά. Το πήρε του συγχωρεμένου ο γιος του τωρα ακόμα ο Τάκης και το `χει ακόμα το μαγαζί στη Νάξο. Αυτός έχει βιοτεχνία και βγάνει κρασιά, ρακές και κίτρα και γλυκά. Τον περασμένο μήνα ήμουν στη Νάξο επήα από κει, έχω πάρει καμιά δεκαριά μπουκάλια…

Η: Και μέχρι πότε τον είχατε τον καφενέ;

Δημ: Εγώ τον είχα καμιά εικοσαριά χρόνια απ` το `68, `70. Μετά που έγινα πια γραμματικός, ηπροχώρησα, εκεί σταμάτησα γιατί αρχίνησε η δουλειά του γραφείου να ανεβαίνει και παράτησα τα μαγαζιά.

Κ: Το συνέχισε να το έχει κάποιος άλλος ή έκλεισε μετά όταν το αφήσατε εσείς;

Δημ: Το `κλεισα. Έκλεισε γιατί ηνοίξαν κάτω άλλοι, 3-4 μαγαζιά στην παραλία, ενώ πρώτα δεν υπήρχαν αυτά, υπήρχαν αλλά ήταν έτσι καφενειάκια δεν… Το `κλεισα που λες. Εκεί είχα πάει και τον ασύρματο, δέκα χρόνια που ηδούλευα ασύρματο, και παραπάνω, τον είχα κει. Ήταν δικό μου το κτίριο, έκανα τον ασυρματιστή δεν ηπληρώναμε ενοίκιο, να νοικιάσωμε κάποιο σπίτι, να το βάλωμε τον ασύρματο μέσα. Α, λέω να τον πάρω. Τον είχα και γραφείο της κοινότητας τα πρώτα χρόνια εκεί. Εκεί κάναμε συνεδριάσεις, ώσπου να κάμουμεν το γραφείο αυτό που κάμαμε το `62. Το `62 εχτίστην το γραφείο. Το χτίσαν κάτι Ναξιώτες οι οποίοι είχαν πάρει το σχολείο τότες με δημοπρασία, το απέκτησαν Ναξώτες. Εκείνη τη χρονιά είχαμε κάνει πιστώσεις για το γραφείο και το χτίσαν αυτοί.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ