Ηπιάσαμε μια βάρκα – επήαμε απ’ τη Μουτσούνα στου Νικολακάκη το νοσοκομείο

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Ο γιατρός πριν η Δονούσα γίνει κοινότητα

Λάρα: Με γιατρό τι κάνατε;

Σοφ: Οι γιατροί ερχότανε από τα νησιά. Εμείς να καταλάβετε, δεν είχαμε Κοινότητα εδώ, δεν είχαμε τίποτα. Ούτε γιατρείο ούτε τίποτα και υπαγόμαστε στην Αμοργό, να πάμε να βγάλωμε ένα χαρτί, έπρεπε να πάρωμε βάρκα να πάμε στην Αμοργό και από κει βγάλαμε τα χαρτια. Ε, ύστερι κάμαν εδώ το… τα πάντα.

Λάρα: Όταν δεν είχατε γιατρούς τι κάνατε; Άμα χτύπαγε κανείς, άμα αρρώσταινε; 

Σοφ: Εκαταγόμαστε στην Αμοργό και μας στείλαν γιατρόν από την Αμοργό. Μας στείλανε, ερκότανε κάθε μήνα, κάθε… Όταν είχε κανένας, ήτον άρρωστος καλά, ναι και…

Λάρα: Είχατε εδώ κάποιον να σας φροντίζει; Κάνα βότανο, με κάνα… Καμία γυναίκα ήξερε;

Σοφ: Ναι, ήξερε. Μας έφερνε σας λέω από την Αμοργό και φάρμακα και μας ξεπερετούσανε ναι, ναι. Κι από το Κουφονήσι ερκότανε. Μόνο εμείς εδώ δεν είχαμε κοινότητα τότες, τα άλλα νησιά είχαν όλοι κι είχαν και γιατρούς, μεις δεν είχαμε. Μια φορά είχα αιμορραγίαν από τη μύτη, Θεός να μην αξιώσει άθρωπο και να μην τον δει. Είχα δέκα μέρες αιμορραγία από τη μύτη. Εκεί που κοιμόμουνα εκόχλαζε το αίμα κι ανέβαινε στη μύτη μου. Ολόκληρες ρόμπες έβρεχα. Εφέρναμε το γιατρό και μου `βαλε ένεση. Τι θε` να κάνει η ένεση στη μύτη; Τίποτα δεν ήκανε. Ύστερι ήρτε, αφού περάσανε δέκα μέρες είχα την αιμορραγία, είχε γίνει το πρόσωπό μου όπως τον ασβέστη. Ήχασα το χρώμα μου καλά-καλά. Αφού ήχασα όλο μου το αίμα. Και έρχεται ένας γιατρός από τη Νάξο, Νικολακάκη τον ηλέανε, κι είχε δικό του νοσοκομείο στη Νάξο. Έτυχε κι ήρτεν εδώ και του το `πανε και έρχεται λοιπόν εδώ και με στριμώχνει και μου λέει, «Για έλα δω εσύ, για έλα δω εσύ. Εσύ `χασες το χρώμα σου, θα χασ` και τη ζωή σου. Τώρα ξέρεις πού θα σε στείλω; Εσύ που `σαι μες στο σπίτι τώρα και λείπουν οι δικοί σου, όλο και `περετιέσαι» και πραγματικώς τα παιδιά ήτον μικρά, δυο κοριτσάκια, τα `παιρνεν ο πατέρας των μαζί, είχαμε χτήματα, είχαν αυτά, τέλος πάντων. Και ησηκώνουμου`, κάτι έκανα. Εκεί που έκανα σχηματίζοντα` το αίμα πιο πολύ. «Εσύ», λέει, «όταν μείνεις εδώ θα πεθάνεις, έχεις», λέει, «δέκα μέρες χάσει αίμα. Λοιπό ξέρεις πού θα σε στείλω; Όχι στην Αθήνα, στη Σύρα. Εκεί θα πας να κάτσεις, να κουζουρέψεις, να σε κοιτάξουν οι γιατροί, να γίνεις καλά.» Ε, αφού μας το `πε -είχα χάσει σου λέω το χρώμα μου τελείως, είχα υπόταση πάθει. Φεύγει αυτός, είχε δικόν του νοσοκομείο στη Χώρα. Λέω τώρα του αντρός μου, λε` «Και πώς θα με πας τώρα εσύ;» Λε` «Θα κάνωμεν τα έξοδα του αδερφού σου του Δημητράκη, που `ναι καλός και ξέρει τη Σύρο, να σε πάει.» Ναι, και πράγματι ηπιάσαμε μια βάρκα, επήαμε απ` τη Μουτσούνα, πήαμε γραμμή στου Νικολακάκη το νοσοκομείο.

Ηλ: Φύγατε με βάρκα από δω;

Σοφ: Με βάρκα ναι, με το Σκοπελίτη.

Ηλ: Και πήγατε στη Μουτσούνα;

Σοφ: Ναι, ναι στη Μουτσούνα κι από κει βγήκαμε και πήγαμε στη Χώρα και μας περίμενε ο Νικολακάκης.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ