Τότες ζυμώναμε σε ξυλόφουρνους με κλαδιά και κάναμε το ωραιότερο ψωμί
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού και των παξιμαδιών
Σοφ: Θερίζαμε τότες είχαμε… Είχαμεν το μύλο εκεί πέρα το βουλισμένο, ήτον του πατέρα μου κι άλεθε σε όλο το νησί κριθάρι και σιτάρι, και ζυμώναμε σε φούρνους, ξυλόφουρνους με κλαδιά, και κάναμε το ωραιότερο ψωμί. Κριθάρι τότες, αλλά ύστερι ηφέραν τα ξενικά αλεύρια κι εγώ με τον άντρα μου, εεε είχαμε αυτό το φούρνο εδώ απ` όξω και ζυμώναμε και το κάναμε παξιμάδι και μας πληρώνανε μεροκάματο. Εδώ ζυμώναμε στο σπίτι και το `βαλα στο γαδουράκι το παξιμάδι και το πήγαινα κάτω στα χωριά. Με πλερώνανε.
Λάρα: Είχατε πελάτες […] ή πηγαίνατε και τα πουλάγατε κι όποιος αγόραζε;
Σοφ: Όχι, όχι. Μας φέρναν τ` αλεύρι και των το ζυμώναμε, το κάναμε παξιμάδι, πηαίναμε και ας πούμε και φραζόλες για να τρώνε, ναι, φρέσκο.
Λάρα: Και ήταν μεγάλα καρβέλια το ψωμί τότε:
Σοφ: Ναι, μεγάλα. Όλη νύχτα ήμουν στο πόδι! Όλη νύχτα μου φώναζεν ο άντρας μου: «Σήκω να κάνεις το προζύμι!» Κάναμε μία λεκάνη με προζύμι ν` ανέβει καλά και έπειτα ν` ανάψωμεν το ζεστό νερό, να το ρίξω στη σκάφη το προζύμι, να το ζυμώσωμε ναι, ναι. Αλλά ήπρεπε ν` ανέβει τρεις ώρες το ψωμί. Κάναμε πολύ ωραίο ψωμί και ζύμωνε κι ο αδερφός μου ο πρώτος εδώ πάνω.
Ε το Πάσκα κάναμε πολύ ωραία πράματα. Μοσκομύριζεν ο κόσμος!
Το γεμιστό κατσικάκι και τα φαγητά του Πάσχα
Σοφ: Ε, το Πάσκα, κάναμεν ωραία ψητά, τυρόπιτες στο φούρνο, κάναμε πολύ ωραία πράματα, γεμίζαμε το ρίφι. Νύχτα ερκότανε από την εκκλησιά, εγώ ήμεινα απάνω δεν ηπήαινα στην εκκλησιά γιατί ήθελα να μαγειρέψω να φάμε το πρωί. Ήρκουτον ο άντρας μου και πήαινε και τα γύριζε τα ψητά όλα. Βάλαμε τέσσερα πέντε αυγά μέσα στη γέμιση, βράζαμε λίγο το ρύζι, βάλαμε στο τηγάνι το συκωτάκι, δεν το βάζαμε βέβαια όλο, το κόβαμε κομματάκια κομματάκια και βάζαμε βούτυρο της κατσίκας, βάζαμε μυρωδικά, βάζαμε τέσσερα αυγά μέσα. Το συκωτάκι το περνούμεν λίγο από το τηγάνι, το ψιλοκόβαμε, το βάλαμε στη γέμιση κι έπειτα το σκίζαμε το ρίφι ας πούμε από την κοιλιά και το ράβαμε ύστερα, το ράβαμε και το αλοίβαμε βούτυρο της κατσίκας απ` έξω, με λαδόκολλες το τυλίγαμε, βάλαμε και δεντρολίβανο. Μύριζεν ας πούμε απ` έξω. Και βάζαμε λίγο νερό μέσα σε…. τότες τα λέγαμε λακανίδια, γάστρα είναι, ας πούμε, και το βάζαμε στο φούρνο και ερκότανε τη νύχτα ο άντρας μου και τα μεταγύριζε. Πρωί ήταν έτοιμα. Ψηνότανε, το βγάλαμε την άλλην ημέρα στις εννιά η ώρα, στις δέκα. Το πρωί είχαμε κάνει τη μαγειρίτσα, το ποδοκέφαλο, τ` αντεράκια τα κάναμε χαρδούμια, κάναμε σούπα και τρώγαμε. Ωραία πράγματα, ωραία. Μοσκομύριζεν ο κόσμος! Ήτον ο Ψηλός τότες εδώ, ο Δημητράκης το `φερνε κάτω για να μην ξανανάβγει το φούρνο. Ερκόταν την άλλην ημέρα και τα παίρνανε. Μοσκομύριζεν ο κόσμος!
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Η φουβού. Το γάλα της μάνας. Η παρασκευή του καφέ.
Παλιές ιστορίες για πειρατές και κλέφτες. Η σπηλιά του Πονήρη, ζωοκλοπές, τα βασιλικά, οι Γαϊδουροσπηλιές.