Αυτό το παιδί είναι θρεμμένο με το στήθος της μάνας και το φαΐ της φουβούς
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Η φουβού. Το γάλα της μάνας. Η παρασκευή του καφέ.
Ε: Δεν υπήρχαν τότε ούτε πετρογκάζια, ούτε γκαζιέρες, ούτε τίποτα, μόνο ξύλο. Ξύλο και φουβού, δεν ξέρω αν την ήξερες τη φουβού; Όπως το μαγκάλι, ήταν ένα πράμα με πόδια, το φτιάχνανε ο γύφτος αυτό, […] με τρία πόδια. Έτσι πατούσε κάτω. Εδώ δίπλα άνοιγε ένα παραθυράκι, άνοιγε κι έκλεινε πάλι το παραθυράκι. Εδώ μέσα είχαμε ένα σίδερο και το `χανε σκάρα έτσι μέσα. Μέσα σ` αυτή τη σκάρα έβαζες τα κάρβουνα.
Σ: Από πάνω.
Ε: Από πάνω από τη σκάρα. Από κάτω ήτανε κενό κι έβγαινε από δω από το παραθυράκι, έβαλε αέρα, και έβαλες τα κάρβουνα, τα άναβες με ένα κλαδάκι, από δω φυσούσε βέβαια κι από πάνω κι από δω κι ανάβανε. Έβγαινε και η στάχτη από δω, όσο χώνευε το κάρβουνο που εγίνοντο στάχτη έβγαινε από δω. Έβαζες λοιπό απάνω εκεί το μπρίκι κι έκανες τον καφέ, το τσάι, το φλασκόμηλο, ό,τι ήθελες. Ηκάναν οι μανάδες μας το φαΐ των παιδιώ`, το βάζανε ένα κατσαρολάκι. […] Έβαλε το κατσαρόλι επάνω, έκανε η κάθε μάνα που `χε το παιδί, του `κανε το φαΐ του παιδιού. Τότες αλεύρι του `κανε, σούβλι που λέμε, με λαδάκι, με ζαχαρίτσα μέσα, το σάλευε κι όταν εγίνουντο σαν κρέμα, αυτό ταΐζανε τα παιδιά. Τα θηλάζανε βέβαια τότες οι μανάδες πολύ τα παιδιά, μέχρι μεγάλα παιδιά. Ηκάνανε γάλα, δεν τα ποτίζανε γάλα όπως τα ποτίζουν τώρα τα παιδιά. Εκείνες κάνανε γάλα οι ίδιες και τα θηλάζανε, δεν τα ποτίζανε καθόλου γάλα ξένο, τίποτα, ό,τι πίναν από την ίδια. Κάνανε πολύ γάλα τότες οι μανάδες μας, γι` αυτό ηγίνουντο και τα παιδιά γίνανε μεγάλα. Τα βυζάνανε μέχρι μεγάλα γάλα, δεν το ξέρανε το γάλα το έτοιμο, ούτε κουτί ούτε τίποτα, επίναμε ό,τι έκανε η μάνα. Αυτό εθηλάζαν και πίνανε. Και μ` αυτό ημαγειρεύαν και κάναν του παιδιού το φαγητό και έτρωγε κι εγώ το πρόλαβα τη φουβού. Η μάνα μου ήθελε να βάλουμε τον καφέ, τότες τον ηφέρναν τον καφέ ακαβούρδιστο, […] και μ` έχε εμένα η μάνα μου, τον ηκαβουρδίζαμε σ` ένα τηγάνι, να μαυρίσει ας πούμε, να γίνει το χρώμα του καφέ, αυτό το σπυρί που ήτανε, ακαβούρδιστος. Και μετά αφού είναι να καβουρδιστεί, να το βάλεις στον κόπανο, να το κοπανήσωμε, να το κοπανήσωμε, να γίνει, ας πούμε, ψιλό. Μετά ηστρώναμε ένα χαρτί, το κοσκινίζαμε με την τριχιά, να πάει κάτω το ψιλό. Όσο έβγαινε πάλι απάνω χοντρό, πάλι το κοπανούν, να το ξανακοπανήσωμε μέχρι να τελειώσει και μετά το βάλαμε στο κουτί και το βράζαμε τον καφέ σε αυτό τη φουβού που σου λέω. […] Ήτανε κουραστικό, αλλά ήταν ωραίο, παραδοσιακό.
Σ: Κοίταξε να δεις εσύ απάνω που σου λέει για την τροφή αυτή που τρώαν τα παιδιά, έτσι; Λοιπό`, αυτό το μωρό είναι θρεμμένο με αυτήν την τροφή και με το στήθος της γυναίκας, της μάνας. (Δείχνει μια παλιά φωτογραφία) […] Αυτό το μωρό, αυτό το παιδί, πόσων μηνών περίπου να `ναι… λοιπό`, είναι θρεμμένο με το στήθος της μάνας […], με το γάλα της μάνας, και με αυτό το φαΐ της φουβούς, δίχως να `χει φάει ξένη τροφή.
Η ζωή και οι δουλειές στη Μεσαριά. Ζευγάρισμα χωραφιών και μελίσσια.
Γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες.
Η παρασκευή του τυριού. Το κρίθινο ψωμί
Η πρωτοαλιά. Φιλονικία μεταξύ βοσκών.