Ντυνούμεστε μασκάροι, πηγαίναμε στα χωριά, περνούσαμε πολύ ωραία

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Αποκριάτικα γλέντια και Δονουσιώτες βιολιτζήδες

Ηλ: Χορεύατε εσείς;

Σοφ: Στα νιάτα μου! Ντυνούμεστε μασκάροι, πηγαίναμε στα χωριά, περνούσαμε πολύ ωραία. Μια φορά κατεβήκαμε στον Κάμπο κι ήτον ο αδερφός μου ο Δημητράκης, είχε γούστο, ήτον μεγά… παντρεμένος, ήμεστε όλοι, και ντυθήκαμε μασκάροι και πήγαμε στ(ου) Ηλία το Σκοπελίτη εδώ που καθότανε, και έπαιζε το καλύτερο βιολί και μας έπαιξε, όπως είμαστε μασκάροι, μες στο αλώνιν του και χορέψαμε!

Λάρα: Στο αλώνι εκεί;

Σοφ: Ναι, ναι.

Λάρα: Νύχτα ή μέρα ήτανε;

Σοφ: Ε, ήτο βράδυ, νύχτα πήγαμε κάτω, νύχτα πηγαίναμε μασκάροι για να μη μας γνωρίζου`.

Λάρα: Τι ντυθήκατε; Τι φορούσατε;

Σοφ: Φορούσαμε μάσκες εδώ, να μη μας βλέπου. Μόνο τα μάτια μας εβλέπα. Πήγε στη Λαμπαδάκαινα ο αδερφός μου και της λέει, λέει… Του λέει… -είχε ντυθεί σαν αστυνομικός- και του λέει, «Αστυνομικός είσαι ή από δω είσαι;» Λε` «Στραβομάρα έχεις να με δεις πως είμαι…» (γέλια). Κάμα γέλια, ήκαμα γέλια. Πηγαίναμε στο Μερσήνι, γύριζεν ο κόσμος, ήταν πολύ ωραία. Αλλά ο Ηλίας ο Σκοπελίτης ήπαιζε ωραίο βιολί, έπαιζε όλες τις… Σε γάμους, σε όλα έπαιζε… Πολύ ωραία ήτανε.

Ηλ: Κι εδώ και στο Μερσήνι δεν ήταν ένας που έπαιζε βιολί; 

Σοφ: Ο Γιωργάκης του Περβολάρη, ναι, ήπαιζε. Αυτός έβγαζε και ωραία τραγούδια, πολύ ωραία.

Τους ηπαντρεύγαν στα χωριά πρώτα, έτσι ήτον το έθιμο των παλαιών

Γάμοι στα σπίτια. Η Τρουλιανή που μέθυσε και τραγούδησε

Η: Εσάς ο γάμος σας πού έγινε;

Σ: Εδώ. Εδώ μας ηπαντρέψαν.

Η: Στο σπίτι;

Σοφ: Ναι.

Η: Όχι στην εκκλησία;

Σοφ: Όχι. Ήρθεν ο παπάς εδώ, μας ηπάντρεψε. Ήτον οι γέροι, πού να παν` κάτω νύχτα […] και του Ρηνιού του Ψηλού απάνω στο σπίτι ήγινε, ναι, ναι, απάνω στο σπίτι. Και του Δημητράκη, ναι, και του Δημητράκη. Τους ηπαντρεύγαν στα χωριά πρώτα, τους ηπαντρεύγαν στα χωριά. […] Έτσι ήτον το έθιμο των παλαιών. Τώρα παν` στην εκκλησία. 

Η: Πείτε μου για το γάμο στο σπίτι […].

Σ: Τους ηπαντρεύγαν πρώτα και στην Καλοταρίτισσα, ηπήαινε ο παπάς πίσω και στο Μερσήνι  και παντού. 

Η: Ο κόσμος ερχότανε σπίτι; 

Σοφ: Οι συγγενείς ηρχούτανε, εμείς δεν ηκάμαμε, ας πούμε, γλέντι. Εκεί που κάνα`, στην Καλοταρίτισσα στη Φανής το γάμο, ηκάμαν γλέντι, ήτον πολύ ωραία. Πήαν κι φέρα` τον Ηλία το Σκοπελίτην πίσω, ήπαιξε. Είχαμε την Καλλιώ την Τρουλιανή, δε θα ξεχάσω τα γέλια που κάμαμε. Μέθυσε και σηκώθηκε και τραγούδει. Ε, Χριστέ μου γέλια τα κάμαμε, αλλά ύστερι το πήρεν ο άντρας της χαμπάρι από τον Τρούλο, ότι γελούσαν οι Καλοταριανοί και ξέρεις ίντα ήκαμε; Αφού ηπήε λέει στον Τρούλο της λέει, «Μωρή ίντα πήγες κι ήκαμες», γιατί ήτον ηκακόχερος, «μωρή ήντα πήγες κι ήκαμες και με `κανες ρεζίλι στην Καλοταρίτισσα;» Λέει, «Τίποτι τίποτι, ε, αστειεύτησαν εκεί τα παιδιά.» Αυτή ημέθυσεν ύστερι κι χόρευγεν και τραγούδειν και την ηπήραν ύστερι και την ηπήγαν στον Τρούλο και την είδεν ο άντρας της, του κακοφάνη και ίντα κάνει; Ήτον τότες οι νάρκες που ηπλεύγαν εδώ. Κάτι από πολέμους ξέρω γω, και ξεγελά τις Καλοταριανούς και τω λέει, «εδώ κάτω στον Κέντρο είναι μια νάρκα» ήτο, κάτι είπαν πως ήπλευγε και για να τις εκδικηθεί τις Καλοταριανούς είπεν ότι πλεύγει, ας πούμε, μια νάρκα, να παν` να την πιάσουν. Γιατί τις συγκαίαν τις νάρκες ύστερι και τις κάμαν δυναμίτες. Ε, και το `πε ψέμματα και τις ήφερεν απ` την Καλοταρίτισσα για να τις εκδικηθεί. Αλλά ήτον ωραίος ο γάμος, πολύ ωραίος. Κι από τη Μεσαριά ηπήγαμε, εγώ ήμουν παράνυφη, περάσαμεν ωραία. Αλλά ο Ηλίας ήπαιζεν ο Σκοπελίτης πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία. Μια φορά ντυθήκαμε μασκάροι και πήαμε απ` όξω από του Ηλία του Σκοπελίτη μες στ` αλώνι και μας ήπαιξε και χορέψαμε. Ε, κακόμοιρος. Ύστερι γέρασε.

Πρώτα ήτο’ φτωχοί οι αθρώποι, όποιος είχε τα πιο πολλά χωράφια ήτον ο καλύτερος γαμπρός

Προξενιά από την Αμοργό

Λάρα: Η μαμά σας πώς ήρθε εδώ; Πού τη γνώρισε ο πατέρας σας;

Σοφ: Πρώτα να καταλάβεις ήτο φτωχοί οι αθρώποι και στην Αμοργό, και όποιος είχε τα πιο πολλά χωράφια ήτον ο καλύτερος γαμπρός. Ναι, και πήγε στην Αμοργό και του κάμαν το παντρολόι εκεί κάποιος.

Λάρα: Ο πατέρας σας από εδώ ήτανε;

Σοφ: Ναι, ναι.

Λάρα: Απ` τη Μεσαριά;

Σοφ: Είχε πάει, ναι, στην Αμοργό και τη γνώρισε. Ήτο και φτωχοί τα πεθερικά του, είχε δυο-τρεις κόρες ή τέσσερεις; Και στην Καλοταρίτισσα η Γιαλίτισσα είχε πάρει από τη Γιάλη, ναι. Η συμπετέρα μας πάλι η Πετσετάκαινα που λέγανε, από τη Χώρα της Αμοργού ήτον κι εκείνη. Ε, πάλι και ήτο μεγάλη οικογένεια και παντρεύτηκαν…

Ηλ: Οι γυναίκες ήτανε συνήθως από Αμοργό;

Σοφ: Οι γυναίκες ήτανε, οι γυναίκες ναι, ναι.

Λάρα: Και ήρθε εδώ και δεν είχε, λέτε, παρέα, δεν είχε κόσμο. Δεν ήταν κι άλλες γυναίκες απ` την Αμοργό εδώ;

Σοφ: Εδώ δεν ήτανε. Μια φορά της ήστειλεν μια αδερφή της γράμμα και της ήγραφεν και τραγουδάκια και πήγε πέρα στο χωράφι κι έπιασεν μια πέτρα, να σπάσει την κεφαλή της και ήρτε… ήτον ένας Αμοργιανός εδώ και πάει και λέει του παππού ότι, «Πες της κόρης σου μη ξαναγράψει γράμμα και γράφει τραγουδάκια, γιατί θα τη σκοτώσω εγώ.» Λέ`, «Γιατί;» «Αρώτα με», λέει, «που είδα την κόρη σου που δεν ήκανε στη Δονούσα. Αρώτα με», λέει, «τι κλάμα ήκανε.»

Λάρα: Στεναχωριότανε;

Σοφ: Στεναχωριότανε. Ε, δεν είχε και, δεν είχε και πολλούς αθρώπους εδώ να κουβεντιάσει. Ο καθένας έφευγε και πήαινε στα χωράφια κι έμενε μόνη. Ε, ύστερι που έκανε τα παιδιά, έκανε τα παιδιά, ησύχασε.

Μου λέει, «Θα σε παντρέψω εδώ στη γειτονιά, να σε `χω κι εγώ κοντά μου»

Προξενιό από το ίδιο χωριό για λόγους πρακτικούς

Η: Και τον άντρα σας πότε τον… Πώς γνωριστήκατε;

Σοφ: Ε, αφού ήταν εδώ πάνω, εδώ πάνω ήταν. `εν ήθελεν ο πατέρας μου να με στείλει σε άλλο χωριό να παντρευτώ. Δεν είχε και τις δυνάμεις να κάμει σπίτι, ούτε στον Κάμπο ούτε σε άλλο χωριό, δεν είχε. Μου λέει, «Θα σε παντρέψω εδώ στη γειτονιά, να σε `χω κι εγώ κοντά μου.»  Είχαμε τραβήξει, είχαμε τραβήξει. Ύστερι ο συχωρεμένος ο άντρας μου πήαινε κάτω στο Σταυρό κι ήκανε μεροκάματα. Τον ντενεκέ στον ώμο να ανεβαίνει στη σκάλα, να ανεβαίνεις τα υλικά. Ε, καμένα χρόνια, πόσο δύσκολα που `τανε. Τώρα όλες τις ευκολίες τις έχει ο κόσμος. […] Ήτανε δύσκολα τα χρόνια.  Όλοι οι αθρώποι μισερώθησαν εδώ. Ο Σταύρος πέρα, από τα βάρητα έπαθεν η μέση του κι ηπήεν στην Αθήνα. Τώρα δεν μπορεί να δουλέψει, δεν μπορεί να δουλέψει το κακόμοιρο.

Στα παλιά ήπιναν πολύ κρασί και μεθιούσανε

Κρασιά και μεθύσια

Σοφ: Στα παλιά ηπίναν πολύ κρασί και μεθιούσανε, γυρίζαν και κάναν καντάδες.

Λάρα: Α, ναι; Θυμάστε καμιά καντάδα;

Σοφ: Μπα πού να τις θυμάμαι, δεν ήμουν γεννημένη στους παλιούς.

Λάρα: Μετά στα δικά σας χρόνια δε γυρνάγανε;

Σοφ: Ε, ήταν ο άντρας μου με το Νικήτα το Μαρκουλή. Ο Νικήτας ο Μαρκουλής, που `χει το μαγαζί, έχει πάρει την ανηψιά μου, ναι. Είμαστε και συγγενείς Μαρκουλήδες, ναι. Εδώ εκάτω ηκάθουντον ο Νικήτας. Κι ήταν λοιπό, είχαμε… τότες ηκάναμε κρασιά, κάναμε κιούπια ολόκληρα, κουρουπάκια, κι ήρχουνταν λοιπό ο Νικήτας κι έσμει` με τον άντρα μου και πίνανε και είχανε, είχαμεν και χοντρολιές, ωραίες ελιές, και τρώγανε και μεθιούσανε και γυρίζανε, ηπηαίναν μέχρι το Μερσήνι. Ύστερι που ηπαντρεύτει ο Νικήτας, του λέω, «Θεός σε πήε», λέω, «κάτω στον Κάμπο να σωθώ!» (γέλια) Μια μέρα έβρεχε, ήρταν πολλοί και πηγαίναν πέρα στο Μερσήνι και πέφταν στις δρόμους και βρεχότανε, δεν τις ήμελε. Αλλά ήταν αγαπημένοι, ήμεστε συγγενείς. Καλοί αθρώποι ήταν πρώτα. 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ