Πιάναμε το τεσσάρι, που λέμε, δυο μπροστά στην πλώρη κι ένας στα πρυμνιά, και την πας τη βάρκα σφαίρα

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Ψάρεμα με τη βάρκα «Άφοβος»

Δημ: Ε, βάρκες υπήρχαν πάντοτε. Όλοι είχαν βάρκες και βαρκάκια και μικρά για χάνους και… Αλλά είχεν τότες τέσσερεις μεγάλες βάρκες, με τρεις άντρες πλήρωμα μέσα, ο Γιώργος ο Σκοπελίτης, ο Τσαβαρής, ήτον κάτι Πράσινοι, κάτι άλλοι. Είχα δουλέψει εγώ με τις βάρκες του Παναγιώτη του Στεφανή, αυτός ο Βενετσάνος, πηαίναμε στις Μάκαρες, στα Χτένια, είχα 2-3 χρόνια, πήαινα κι εγώ με το Γιώργο το Σκοπελίτη, βοηθός. Ο «Άφοβος» λέγαν τη βάρκα του. Θυμάμαι ότι πιάναμε το τεσσάρι που λέμε, δε σ` έπιανε ούτε με μηχανή. Πιάνει δυο μπροστά στην πλώρη, τα πλωριά, κι ένας στα πρυμνιά και την πας τη βάρκα σφαίρα. Με κουπιά ναι. Είχε και πανιά αμέ, άμα φύσα. Βέβαια πρέπει να είναι μπονάτσα για να πάρεις (τα κουπιά), αλλά το πανί ήτον μέσα, ήτανε και αντένα και ταμπουράκι. Είχε τσατάλες1 στις πάντες που λέμε, ήταν τα δέτια, διχάλια, απ` τη μια μπάντα το αλμπουράκι που ανοίγει κι απ` την άλλη η αντένα.  Ήτανε τσακολέβες2, τσακολέβες. Κατσαφόρα λένε το σκοινάκι κείνο που δένεις… και άμα φυσά μελτέμι βάλαμε το πανί. Είχε και μικρόν πανί και μεγάλο. `Μα `τον έτσι λειψυδρία βάλαμε το μεγάλο πανί, `μα `τονε αέρας ήβαλον το μικρό πανί. Πήαινες στις Μάκαρες, στη Μουτσούνα, ό,τι ψάρια πιάναμε τα πηαίναμε στη Μουτσούνα. Κει ήτον οι Ναξιώτες, βλέπανε, τ` αγοράζανε, πηαίναν στα χωριά, τα πουλούσανε. Ε, βάρκες οπωσδήποτε είχανε όλοι και πριν το 1880, που ήρθεν ο παππούς μου και είχεν μια καλή βάρκα, ο Παντελιός, και πριν υπήρχαν βάρκες, ψαρεύανε, είχεν εδώ ψαράδες. Καλοταρίτισσα ο Νικόλας του Μαστρογιώργη που λένε, ο Βασίλης, είχανε βάρκες, κι εδώ είχανε. Ε, δεν ήτον επεχταμένη η αλιεία, αλλά ηπηαίναν και πιάναν ψάρια για δική τους χρήση, χάνους προπαντός που έχει μπόλικους το νησί.

  1. διχαλωτά ξύλα
  2. σακολέβες, βάρκες με πανιά τραπεζοειδούς σχήματος

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ