Καβαντζάρουν τα Σοβρανικά μέρη, τον Άσπρο Κάβο, και του δίνουνε ολόκουπο και πάνε στην Μουτσούνα. Ψυχή! Καρδιά!
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Καλοταρίτισσα – Μουτσούνα με κουπιά για αλεύρι
Σ: Ήτανε ήτανε βαγιανή μεγαλοβδομάδα. Ήτανε ο συχωρεμένος ο Μήτσος. Πόσω χρονώ, δεκατεσσάρω χρονώ, δεκαπέντε χρονώ παλληκαρόπουλο ήτανε; Αλλά λέμε παλληκάρι, ε; […] Λοιπό` που λες μαστρο-Ηλία, εκεί στην κάμαρα που κοιμόνταν ο συγχωρεμένος ο πατέρας, μπροστά στην πόρτα ήταν ένα καμάρι από πάνω, ένα καμάρι είχανε, και κει πάνω βάζαν τα ψωμιά άμα ζυμώνα. Σηκωνόταν λοιπόν ο συγχωρεμένος κι ήβλεπε το καμάρι αδειανό κι ερχόταν Λαμπρή. «Ρε γαμώ την ψυχή του», λέει, «μέσα, Λαμπρή έρχεται. Τι θα γίνει από ζυμωτό, από αλεύρι, να ζυμώσωμε, να κάνουμε το ψητό, να κάνουμε κάνα κουλούρι τη Λαμπρή», ξέρω γω. Σκεβότα1, σκεβότα, σκεβότα τι να κάμει, τι να κάμει. Βάρκα δεν είχε, μέσο δεν είχε. Ένας γείτονάς μας λοιπό` είχε ένα βαρκί, που το έπαιρνε ο ίδιος και πήγαινε στους χάνους. Εφερειπεί αυτό το βαρκί να `τονε σαν το δικό σας, πιο μικρό. Σηκώνεται απάνω, νύχτα και κάνει την απόφαση και πάει και ξυπνάει τον συγχωρημένο τον Μήτσο, πιτσιρικάς. Του λεει, «Σήκ` απάνω.» Κι είχεν όλα-όλα του 700 δραχμές. Λέει, «Σήκ` απάνω.» Καλοσύνη, καλοσύνη βέβαια. Λέει, «Πού θα πάμε;» «Ρε σήκω απάνω που σου λέω.» Και φεύγουνε και πάν` κάτω στο Βλυχό, στην αμμουδιά. Εκεί ο γείτονάς μας είχε το βαρκί του βάλει, αυτο το χανόβαρκο, το είχε βάλει μες στο σύρμα. Το φουντάει το βαρκί, το πετάει στην θάλασσα με τον συγχωρεμένο τον Μήτσο και βάζουνε από κει τα κουπιά από μέσα από το Βλυχό. Καβαντζάρουν, καβαντζάρουν τα Σωβρανικά μέρη, τον Άσπρο Κάβο, και του δίνουνε ολόκουπο και πάνε στην Μουτσούνα. Ψυχή! Καρδιά!
Η: Με κουπιά ή με μηχανή;
Ε: Με κουπιά, με κουπιά. […]
Η: Πανί;
Ε: Τίποτα, τίποτα. Τεσσάρι. Δυο μπρος, δυο πίσω κουπιά.
Σ: Αγάντα, αγάντα, αγάντα. «Άλα κάργα Μήτσο μου, κάργα Μήτσο μου, κάργα Μήτσο μου καλά, κι όταν πάμε στη Μουτσούνα, θα σου πάρω και χαρβά να φας.»
Ε: Ήλεγε του παιδιού, ήλεγε του παιδιού.
Σ: Τότες ο χαρβάς ήτανε…
Ε: Τότες ο χαρβάς ήτανε… πού να τον δεις τον χαρβά. Μαύρο χαβιάρι που λένε ήτον ο χαρβάς.
Σ: Καμία φορά, αγάντα, αγάντα, αγάντα, πιάνει τις Μάκαρες. Πίσω απ` τις Μάκαρες, ξεκουράσθησα. Ήταν δα και πιο μέρα. Πάλι κουπί, πάλι κουπί και πάνε στη Μουτσούνα. Τα καταφέραν και πήαν στη Μουτσούνα με το βαρκί. Πάνε λοιπόν, εκεί ο πατέρας μου εγνώριζε έναν που `χε τ` αλεύρια. Τότες η Μουτσούνα άκμαζε! Ήταν τα νεώρια, τα σμιρίγλια, βέβαια, το σμιρίγλι.
Η: Τι είναι αυτό;
Σ: Πέτρα, το σμιρίγλι. Ήταν ο ονομαζόμενος ο Μιχαλούκος ο Σκληράκης. Η Μουτσούνα είπαμε, ότι ήκμαζε. Πάαιναν τα βαπόρια και φορτώναν σμιρίγλι. Κατεβαίναν από πάνω, πάνω από τα ορυχεία κατεβαίναν το σμιρίγλι, το φορτώνανε τα βαπόρια. Νεώριο. Ένας κουβάς απάνω, ένας κάτω. Λοιπό`, πάνε στο Σκληράκη το Μιχάλη. Μπακαλική, τα πάντα, χαρβάδες, μακαρόνια, μπακαλική, τα αλεύρια. Όλα-όλα τα λεφτά του παππού ήταν 700 όλα. Βγάζει το βαρκί, βγαίνει έξω, πάει στο Μιχάλη -τον εγνώριζε, γιατί πααίνανε ψάρια πέρα και πουλούσαν στη Μουτσούνα. Βαρκαριές. Κατεβαίναν οι Αξιώτες κάτω με τα μουλάρια, τότες δρόμους δεν είχε, κι είχαν τα καφάσα οι μανάβηδες και βάζαν τη γούπα και πααίναν στα χωριά. Είχε μεγάλη κίνηση η Μουτσούνα λόγω τα σμιρίγλια. Μπαίνει μέσα λοιπό`, βλεπει το αλεύρι. Ήταν λοιπόν τα αλεύρια εβδομηντάρικα τσουβάλια, οκάδες, εβδομήντα οκάδες ήταν το τσουβάλι.
Ε: Ήταν οκάδες τότες όχι κιλά.
Σ: Ήταν τα εβδομηντάρια τσουβάλια 700 δραχμές. Παίρνει το τσουβάλι ο συχωρεμένος ο πατέρας, το στήνει όρθιο, το πάει επά στο μόλο. Πάει ακουμπά 700 δραχμές του Μιχαλού.
Ε: Δεν του `μεινε τίποτα, για να πάρει του παιδιού ένα κομμάτι χαρβά.
Σ: Έβλεπε λοιπόν το χαρβά το παιδί και του λέει ο πατέρας, του Μιχαλού λέει, -είπαμε ότι ο χαρβάς τότες ήτον μαύρο χαβιάρι. Του λεει του Μιχαλού που λε` -τον γνώριζε ο πατέρας μου τον Μιχαλό, ήταν πολύ γνώριμοι […]. Λέει, «Μιχάλη, κόψε ένα κομμάτι χαρβά του παιδιού γιατί έτσι κι έτσι.» Λέει, «Ο χαρβάς, Βασίλη, θέλει λεφτά.» Λοιπόν ήθελε να του κόψει ένα κομμάτι…
Ε: Ένα κομματάκι του παιδιού να του φύει..
Σ: H κελομάρα!
E: Δεν είχε άλλα λεφτά να του πάρει.
Σ: Δεν είχε μία. Μένει λοιπό` ο μπάρμπα Βασίλης με το γιό του στη Μουτσούνα, το τσουβάλι τ` αλεύρι, το βαρκί.
E: Νηστικοί.
Σ: Πού να πάει τώρα αυτός ο άνθρωπος; Η καλή του τύχη, η καλή του τύχη ήτανε τότες το Νικητούρι ο Σκοπελίτης, αυτός ήταν ψαράς. Δηλαδή ο Σκοπελίτης το Νικητούρι ήταν αδέρφια με το Σκοπελίτη το Γιώργη. Αδέρφια. Ήταν ψαράδες αυτοί. […] Όπως καθόνταν λοιπό` κει δα στη γωνιά κι ήτον απελπισμένος, έρχεται το Νικητούρι με τη βάρκα του φορτωμένη γούπα, με την οικογένειά του, τα παιδιά του, ήταν ο γιός του ο Μήτσος, ο Γιάννης, κι ένα άλλο παιδί, ο Ηλίας, αυτούς είχε. Φέρνου λοιπό` τη γούπα, μόλις βλέπουν τον πατέρα, «Βρε Βασίλη!» του λέει. Τον εκαλέσαν, φάγανε, βράσαν, τηγανίσαν. Μετά του λέει, «Νικήτα, θέλω να πάω στη Ντονούσα.» «Ναι Βασίλη. Βάλε το αλεύρι μες στη μεγάλη βάρκα, δέσε το βαρκί πίσω από τη μεγάλη βάρκα» και βγαίνουν όξω, κάνουν το πανί, έρχονται στις Μάκαρες. Αλλά επειδής ο καιρός ήτον λίγο ατσαλωμένος, τον έφερε, λέει, μέχρι τα μισά. Τον πατέρα με το βαρκί.
E: Ήτανε καλό, λέει, το Νικητούρι. Πολύ φιλότιμος, καλός!
Σ: Βάλτει λοιπόν το αλεύρι μες στο βαρκί και το πάει στην Καλοταρίτισσα μες την νύχτα. Σηκώνεται το πρωί ο νοικοκύρης που είχε το βαρκί και πάει κάτω, το πρωί που έφυγε το βαρκί. Δηλαδή πήε ο πατέρας μου τη νύχτα, ηπήρε το βαρκί να πάει στη Μουτσούνα, το αλεύρι. Επήε το πρωί ο νοικοκύρης, να το πάρει να πάει στους χάνους. Έλειπε το βαρκί, έλειπε το βαρκί. Πάει απάνω, «Πω, γαμώ την ψυχήν του, μου πήραν το βαρκί μου!»
Ε: Όλο την ψυχήν του έλεγε.
Σ: Ξέρω εγώ, κι έγινεν φασαρία. Ποιος την πήρε την βάρκα.
Ε: Νόμιζε το κλέψαν το βαρκί. Λέει το κλέψαν, ποιος το πήρε το βαρκί;
Σ: Η συχωρημένη η μάνα, ας πούμε η γιαγιά, η μάνα μου, ήξερε την υπόθεση. Ήταν ας πούμε αυτή, ήταν μια γυναίκα καλή γειτόνισσα και η μάνα μου, ας πούμε, ήτον καλή γυναίκα.
Ε: Φιλότιμη γυναίκα η μάνα του η γιαγιά.
Σ: Αφού λοιπόν άκουγε τον Δημητράκη, άκουγεν ας πούμε το νοικοκύρη του βαρκιού και οχλαγωγούσε και μάλωνε, ξέρω γω, κι έσκουζε, πάει και της λέει της γειτόνισσας της Μαριώς, η μάνα μου: «Πε του μπάρμπα Δημήτρη να μην φωνάζει, και ο άντρας μου ο Βασίλης ηπήρε το βαρκί και ηπήε στη Μουτσούνα να φέρει αλεύρι, να ζυμώσωμε τη Λαμπρή, που δεν έχωμε ψωμί.» Μάντα δω, μάντα δω […] Πάει λοιπόν και του λέει. «Ε, μη φωνάζεις Δημητράκη, μην φωνάζεις Δημητράκη και θα `ρθει το βαρκάκι.» «Γαμώ την ψυχή του! Ποιός μου πήρε τη βάρκα;» Αφού λοιπόν το `φερεν το αλεύρι, ο συχωρεμένος ο πατέρας μου στο σπίτι, 70 οκάδες αλέυρι, γεμίζει η μάνα μου η συχωρεμένη μία λεκάνη τέτοια αλεύρι. Τότες το αλεύρι ήτονε…
Ε: Σου λέω για τυρί το τρώαν το άσπρο ψωμί.
Σ: Γεμίζει λοιπόν μια λεκάνη τέτοια και την πάει απάνω και της λέει… Αυτή ας πούμε η υπόθεση πόσο ήταν, ήτονε 48 ώρες, να πάει ας πούμε ο πατέρας μου στη Μουτσούνα και να `ρτει. Γεμίζει μια λεκάνη αλεύρι, την παίρνει λοιπόν, της την πάει στην κυρά Μαριώ και της λέει, «Έλα Μαρία, πάρε να κάμεις τηγάνι στο Δημητράκη.» «Μάντα δα, ίντα;» «Δεν πειράζει, δεν πειράζει.» Αφού ήρτε λοιπόν ο άντρας της, τα κατσίκια ήβοσκε, του λέει «Μάντα δα, μάντα δα, θα κάνουμε τηγανίτες που… δε` ίντα μας ήφερε η Μαρία που πήρε το βαρκί.» «Ε, γαμώ την ψυχήν του πιο καλά…»
Ε: Ήταν το βαρκί, αλλά αφού γύρισε ο παππούς, ήβαλε η γιαγιά την λεκάνη με το αλεύρι, του το πήγε, σου λέει «Πάρε και συ να κάμεις τηγανίτες, που `ναι Πάσχα ας πούμε, να κάμεις ένα ψωμί των παιδιών σου.» […] Η ανέχεια, τι είναι η ανέχεια. Σ: Αυτά είναι.
- σκεφτόταν
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Η φουβού. Το γάλα της μάνας. Η παρασκευή του καφέ.
Η ζωή και οι δουλειές στη Μεσαριά. Ζευγάρισμα χωραφιών και μελίσσια.
Γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες.