Να περνάς του Μοσχονά τον κάβο και να λες, Θεέ μου, θα πάω στο Βλυχό ν΄ αράξω;
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Στα Χτένια με κουπιά και από εκεί Μουτσούνα
Σταύρ: Αρματώνανε τις βάρκες από τον Κάμπο, ο Σκοπελίτης ο Γιώργης, ο Παναγιώτης, ο Συμβολαιογράφος, ο Πρόεδρος ο αυτός, ο Τσαβαρής, και πάαιναν στα Χτένια με τα πανιά και με τα κουπιά. Σκοτώναν κολιό, γούπα. Από ‘κει επααίναν Μουτσούνα ολιόκουπο, πουλούσανε κι ερχόταν με κουπί πάλι στον Κάμπο.
Μιχ: Κι άμα τους έπιανε κάνας καιρός;
Σταύρ: Ε, ο Θεός κι η ψυχή μας.
Φανή: Μια φορά ηπήαινα πρόπερσι, είναι χρόνια πολλά, ηπηαίναμε στη Μουτσούνα με τη μαούνα, και ηγύριζα και ηκοίταζα τα Χτένια να πάνε στη Μουτσούνα κι ήλεα, κοίταξε, λέω, ολόκληρον πέλαον! Βρε αν ητύχαινε κάνα παπόρι! Με κουπιά.
Λευτ: Το βαπόρι εντάξει, ο καιρός είναι το θέμα. […] Αλλά τον καιρό άμα κατέβει καμιά βοριαδέλα από πάνω…
Σταύρ: Ήταν αθρώποι αυτώ, Μιχάλη… Αυτοί Μιχάλη, οι αθρώποι που σου λέω τότες στον Κάμπο, αυτοί οι αθρώποι, ήτανε αθρώποι αποφασιστικοί, ψύχραιμοι. Αρπούσαν τις βάρκες και πηαίνανε… Ήτανε τα χρόνια ζόρικα.
Φανή: Α, να βγάλω το φράγκο, μην αξιανείς τώρα που τα λεφτά είναι… Ξέρεις ίντα μου `λεε ο παππούς σου; «Κόλλα», λέει, «το σώβρακο, κόλλαε πάνω στο κρέας μας και κάναμε εεε να το ξεκολλήσωμεν.» Πάνω στον πάγκο ε;
Σταύρ: Αχ καλό μου πουλάκι μου, αχ καλό μου πουλάκι μου. […] Αντιλαμβάνεσαι; Αντιλαμβάνεσαι; Κουπί από μέσα από το Ξυλομπάτι το Καλοταριανό και να μου περνάς τους κάβους αυτούς, Μιχάλη μου, με σορόκο, με γρεγολεβαντίνα και να λες, Θεέ μου, θα πάω στο Βλυχό ν` αράξω να πάω στο σπίτι μου;
Μιχ: Με τον παππού μαζί ή;
Λευτ: Με το θείο το Μήτσο.
Σταύρ: Και μου λες εμένα. Α πάνε στο Βάτο να μαζεύεις, να μαζεύεις τη γούπα και να λες… Να κατεβαίνει η βροχή και να κάνει έτσι «πβρρρ, πβρρρρρρ». Ναι, και να περνάς του Μοσχονά τον κάβο και να λες, Θεέ μου, θα πάω στο Βλυχό ν` αράξω;
Το καλαμάρι λοιπόν έβλεπε ας πούμε το χάνο, έπιανεν απάνω στο χάνο
Παλιός τρόπος ψαρέματος καλαμαριών
Μιχ: Τα καυτερά πώς τα κάνατε, για τα καλαμάρια τότε;
Στάυρ: Τότε; Α. Τότε είχαμε… Είχαν ένα καλούπι κι είχαν ένα μολύβι και το χύναν λοιπόν και το κάναν ας πούμε, με συχωρείς, τόσο, τόσο μάκρος. Μάκρος. Σκέτο μολύβι. Είχαν λοιπό` βελόνες από αυτές που ράβουν οι γυναίκες, ναι, και κάτω-κάτω στο εδώ…
Λευτ: Το γυρνάγανε.
Σταύρ: Το τυλίανε… Το τυλίανε, το τυλίανε, και το εφαρμόζα`. Οι βελόνες ας πούμε αυτές είχανε προεξοχή, προεξοχή. Όχι όπως είναι τώρα αυτά τα καυτερά και με αυτά…
Φανή: Ηπηαίνανε, Μιχάλη κι απ` όξω, ηγδέρνα` χάνο. Απ` όξω άμα πηαίνα`. Συρτή.
Σταύρ: Πααίναμε, Μιχάλη, στους χάνους και δέναμε το χάνο απάνω σε πετονιά. Λοιπό` ο χάνος ήτανε γδαρμένος, είχε βγει το… Του ‘βγάζαν το δερμάτι κι έβγαιν` ας πούμε, έμενε το αυτό, το κρέας. Πααίναμε λοιπόν στα πουντάρια1, κάτω στο Βλυχό, πέρα στη Σπηλιά, ξέρω ‘γω. Το ρίχναμε λοιπόν κάτω. Το καλαμάρι λοιπόν έβλεπε, ας πούμε, το χάνο, έπιανεν απάνω στο χάνο. Το φέρναμε, το φέρναμε γυαλό, αυτό λοιπό` έτρωγε το χάνο. Είχαμε την απόχη, ωπ! Μέσα. Πάλι.
Μιχ: Κι αυτά από πού τα μαθαίνατε, τους τρόπους;
Σταύρ: Ε, οι γονείς μας.
Φανή: Παλαιοί, παλαιά. Αυτά είναι παλαιά, Μιχάλη. […]
Σταύρ: Έκανες ένα καλούπι μια κάργα του καλαμιού. Εκεί μέσα, όπως είναι, ας πούμε, το κενό της κάργας του καλαμιού, έχυνες το μολύβι. Αυτό έμενε, ας πούμε, έβγαινε μετά.
Λευτ: Καλούπι.
Σταύρ: Ναι. Αυτό, ας πούμε, έβγαινε μολύβι, μολύβι. Εδώ λοιπό` κάτω, γύρω -γύρω, γύρω -γύρω, βάζανε βελόνες. Αυτές τις βελόνες τις δέναν, ας πούμε, καλά, δεν ξέρω πώς τις επατωνιάρανε κι εδώ πάνω το τρυπούσανε. Το `καναν, ας πούμε, μια τρύπα και δέναν το σπάγγο. Και μ` αυτό… Το ασπρίζανε, το ασπρίζανε με μπογιά κι αυτό άσπριζε.
Φανή: Ηπήαιν` ο θείος ο συχωρεμένος στα Χτένια με το Γιώργο. Του λέει, λέ` «Για ρίξε το καυτερό επά να πιάσω κα…» Αφού ήριξε, λέει, το καυτερό, του κάνει, «Μα πέτρες έχει έβρει και δεν πατώνει το καλαμάρι, το καυτερό;»
Λευτ: Ήταν καλαμάρια από κάτω.
- άκρη-άκρη
Ψάρεμα με τη βάρκα που τη λέγαν Σούβλα
Παλιός τρόπος ψαρέματος για αστακούς και σκάρους
Οι καλλιέργειες. Τα κρεμμύδια, τα καπνά