Έκλεψε τη γυναίκα του απ τη Μεσαριά δια νυχτός και πήγανε στη Φωκοσπηλιά

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Ιστορία ερωτικού κλεψίματος. Προξενιό στη Γιάλη

Κ: Εδώ κλεψίματα γινόντουσαν; Δηλαδή να μην αφήνει ο πατέρας της κοπέλας, ξέρω γω, να μη θέλει το γαμπρό και να κλέβει… Τέτοια υπήρχανε;

Ε: Ε, υπήρχανε πως. Ε, όχι όμως πολλά πράματα.

Σ: Της Σοφιδιώς εδώ, της Σοφίας ο πατέρας, αυτός λέγανε -το `ξερα γω από παλιά- ότι έκλεψε τη γυναίκα του από τη Μεσαριά και την πήγε μες στη Φωκοσπηλιά.

Ε: Ήταν αδερφή του παππού σου. Ακούς τώρα; Ήταν αδερφή του παππού σου αυτή. 

[…]

Σ: Της Σοφίας ο πατέρας, τον λέγανε Βαγγέλη, έκλεψε τη γυναίκα του, την αδερφή του παππού σου του γέρο-Δημήτρη, απ` τη Μεσαριά δια νυχτός και πήγανε στη Φωκοσπηλιά.

Ε: Την ήβγαλε στον Κάστελα.

Σ: Και βγήκανε απάνω σ` ένα βράχο σε μια σπηλιά, κι εκεί μέσα εμείνανε. Εκεί με συχωρείς ηκάμαν το γαμήλιο ταξίδι τους. Αυτήν την κλεψιά ξέρουμε μεις τότες.

E: Ξέρεις και γιατί την εκάμαν τη κλεψά αυτή; Γιατί ο παππούς σου ο Δημήτρης, άκου τώρα, αγαπούσε μια αδερφή του πατέρα του Σοφιδιού, του γέρου Βαγγέλη […]. Κι ηγαπούσε λοιπό κι ο γέρο Βαγγέλης την αδερφή του παππού σου. Αν προλάβαινε ο παππούς σου να πάρει την αδερφή του, δεν μπόρειε ο γερο-Βαγγέλης να πάει να πάρει πάλι την αδελφή του παππού σου. Αφού ήταν αδερφάδες. Του γερο-Βαγγέλη η μια και του παππού σου η άλλη.

Κ: Κατάλαβα.

Ε: Κατάλαβες; Οπότε λοιπό` πήγε διά νυχτός ο γέρο Βαγγέλης στη Μεσαριά. Ήταν συνεννοημένοι με τη νύφη, το `ξερε όμως κι η μάνα της, ο πατέρας δε το `ξερε. Η μάνα όμως το `ξερε, η μάνα της κοπέλας.

Σ: Ήκαμε πλάτες η μάνα.Ε: Ναι. Κατεβάσαν δια νυχτός, λέει, τα ρούχα της από ένα παράθυρο κάτω, τα πήρε η κόρη, ήτον ο γαμπρός από κάτω, την πήρε, κι είχανε πάει στον Κάστελα. Κάτσαν όξω κάμποσες μέρες, ε, μετά έτσι λίγο-λίγο. Μετά λοιπό` ο παππούς σου τον ηφοβέριζε ότι θα τις χτυπήσει, την αδερφή του, ας πούμε, και το γέρο-Βαγγέλη, γιατί αγαπούσε την αδερφή του ο παππούς. Ε, τελικά ε, μετά τι να κάνει πια κι ο παππούς σου, αφού πια… Λίγο-λίγο, λίγο-λίγο ηρχόντανε από τον Κάστελα, ήτανε λίγο-λίγο εδώ στο χωριό και κατοικήσαν εδώ κάτω.

Έλα Βασίλη να σου δώκουμε του Χρηστάρου την κόρη τη Μαριώ που είναι προκομμένη

Προξενιό στη Γιάλη

Σ: Είχε ο παππούς ο Βασίλης, είχε συγγενείς στην Αμοργό, στη Γιάλη, διότι η μάνα του πατέρα μου ήταν Γιαλίτισσα, […] δηλαδή η γιαγιά μου, ήταν από τη Γιάλη, και αυτή είχε συγγενείς στην Γιάλη. Πήγε λοιπόν κάτω ο πατέρας νεαρός, να πάει στο λιοτρίβι να κάμει λάδι, διότι ηπηαίναν εργάτες τότες στα λιοτρίβια. Πήγαν στα λιοτρίβια, άλλοι για να μαζεύουν ελιές, να πάρουν λάδι. Τότες εδώ δεν υπήρχε λάδι. Στην Γιάλη ήταν πολύ. Και είχε συγγενείς ο πατέρας ο δικός μου κάτω, συγγενείς από τη μάνα του, και κάμαν τα παντρολόγια που λέμε με τη συγχωρεμένη τη μάνα μου. «Έλα Βασίλη, να σου δώκουμε του Χρηστάρου την κόρη τη Μαριώ, τη Μαρία. Που είναι προκομμένη, που είναι δουλευταρού, που ετσά που αλλιώς, που ακούμε ότι είσαι γεωργόπαιδο, που είσαι μοναχόπαιδο» και ξέρω γω. Και τα συψηφίσανε, ήτανε τριανταεφτά χρονώ όταν παντρεύτηκε ο παππούς, και είκοσι χρονώ ήτανε η γιαγιά η Μαρία. Μικρή. […]

Ε: Ο παππούς ο Βασίλης, είχε ένα αγόρι μόνο ο πατέρας του, τα άλλα ήτανε όλο κορίτσα. Μόνο το Βασίλη είχε, ένα γιο. Ένα γιο είχε μόνο.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ