Φοβόμαστε να περάσωμε σαν παιδιά, γιατί ακούγαμε τις κουκουβάγιες που φωνάζαν εκεί μέσα

Ιστορίες για φαντάσματα στο Σπήλιο

Ελ: Κι εδώ στο Σπήλιο πάλι λέγανε πως… Φοβούμαστε να περάσωμε σαν παιδιά, που `ρχομαστε από το σχολείο. Τώρα, μας τα λέγανε για να μας φοβίζουνε, για να `ρχόμαστε νωρίς; Γιατί παίζαμε στο δρόμο και ερχόμαστε όλο νύχτα, νύχτα. Άμα περνούσαμε, άμα δεν είμαστε και διπλάρικα μαζί, φοβούμαστε βέβαια, γιατί ακούγαμε τις κουκουβάγιες που φωνάζαν εκεί μέσα, «κου-κου, κου-κου» ακούγαμε. Καμιά φορά ήμουνα το πιο μικρό του σχολείου, άμα ανεβαίναμε -τα άλλα όλα ήταν μεγάλα αγόρια και τρέχανε- ε, εγώ πήγαινα σιγά-σιγά σαν το… και σκοτεινιαζόμουνα, ερχόμουνα νύχτα και τ` άκουγα λοιπό που φωνάζανε και έλεγα λοιπό μόνη μου τώρα, για να παρηγοριέμαι, κουκουβάγια μωρέ είναι, τώρα τι φοβάμαι; Μονολογούσα εγώ κι έλεγα κουκουβάγια είναι μωρέ τώρα, τι φοβάμαι, αφού είναι κουκουβάγια και κάνει «κου-κου», τι να φοβάμαι; Και παρηγοριόμουνα μόνη μου. 

Κ: Θυμάστε τι λέγαν για το Σπήλιο, για το συγκεκριμένο μέρος εκεί; […]

Eλ: Λέγαν πως εκεί μέσα είναι το μέρος και καλά πιο δύσκολο το μέρος εκείνο, πως έχει φαντάσματα. Εγώ δεν έχω δει. Το μόνο που έχω ακούσει και δεν το `πε ψέματα βέβαια, δεν ξέρω ακριβώς πώς βρέθηκε, ήτανε… Όταν σκοτώθηκε της γριάς Πλυτώ ο πρώτος της άντρας, έπεσε ένας τοίχος και τον πέτρωσε εκεί δα μέσα, όχι στο Σπήλιο, πιο πέρα, στο άλλο που `ναι η ελιά. […] Εκεί ήταν, μέσα στα χωράφια αυτά σκοτώθηκε ο άντρας της. Έκατσε κάτω από τον τοίχο να κολατσίσει και τον είχε ξεσκάψει κι εκεί ξεκόλλησεν από πάνω ο τοίχος και τον ησκότωσεν από κάτω. Ψάχναν, τον ηγυρεύανε, δεν τον ευρίσκανε πουθενά. Και λέγανε τέλος πάντων, πως είχε φαντάξει, ακούγανε διάφορες φωνές. Δηλαδή εκείνη την ημέρα όχι δεν ακούσαν τίποτα. Το μόνο που μας έλεγεν ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, ότι ήτανε στο περιβόλι και πήγεν ο πεθερός του και τον εγύρευε στο περιβόλι. Αφού τον εγυρεύανε, μήπως είναι στο περιβόλι, μήπως είναι στη Μεσαριά; Ψάχνανε, τον γυρεύγανε. Ήμουνα μικρό παιδάκι εγώ τότε. Και άκουσε, λέει, από πάνω που έβηξε, γιατί από κάτω είναι το δικό μας περιβόλι, από πάνω αμέσως είναι δικιά του η τραφιά. Και λέει, λοιπόν, ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, «Άκου, ο Δημήτρης» -Δημήτρη τον λέγανε και κείνο- «Άκου, ο Δημήτρης που βήχει από πάνω. Πού τον εγύρευεν ο πεθερός του και δεν τον ευρίσκανε;» Αλλά δεν εμίλησε, λέει, από πάνω φαίνεται θα `τανε και ίσως τον ευρήκανε και δεν ακουγόταν και τίποτα. Άκουσε, λέει, που έβηξε. Λοιπόν είχε φύγει ο Βαγγέλης από την Καλοταρίτισσα […], εδουλεύανε στις Μάκαρες κι ερχότανε τα Σάββατα, τις έφερνεν εδώ ο ίδιος ο επιστάτης, είχε μια βάρκα μεγάλη και τους έφερνεν εδώ τα σαββατοκύριακα, να πλυθούνε, να δουν τους δικούς τους, και προπάντων να πλύνουν και τα ρούχα τους. Και σηκώθηκε λοιπό` αυτός ο Βαγγέλης -ήτανε παλληκαρόπουλο και δούλευεν εις τις Μάκαρες κι αυτός- σηκώθηκε λοιπόν της αυγής για να φύγει […] για να προλάβει τη βάρκα που θα `φευγε και φεύγαν και πρωί-πρωί.  Του λέει ο πατέρας του… -σηκώθηκε νύχτα σκοτεινά- «Μήπως δουλιαστείς1 να `ρθω κι εγώ μαζί σου;» Ο γέρος δε φοβότανε, αλλά ο μικρός… λέει, «Μπα, πού να `ρχεσαι μαζί μου τέτοιαν ώρα», λέει, «θα πάω.» Λέει, «Αν φοβάσαι να `ρθω γω μαζί σου.» Λέει, «Όχι, όχι, δε φοβάμαι.» Επήρεν τα ρούχα του αυτός κι έφυγε, μόλις επήγεν εκεί δα στην ελιά που σου λέω, ακριβώς είναι μια φίδα από κάτω. Όπως πήγε να περνάει αυτός, όλο και με το φόβο φαίνεται, βλέπει ένα μαύρο γάτο και πηδάει μες στα πόδια του και χύνεται κάτω προς τα κάτω. Αυτό ξεράθηκε το παιδί από το φόβο του. Γιατί πήδηξε με φόρα από πάνω από τον τοίχο και κατέβηκε μες στο δρόμο και πήρε κάτω τη ρεματιά. Και αυτό φοβήθηκε πολύ και πήγε λοιπό στον Κάμπο κι ήτανε άσπρο, λέει, όπως τον τοίχο. Του λέει, «Γιατί είσαι έτσι τρομαγμένος;»  Λέει, «Άστα τώρα.» Δεν ήθελε να πει τίποτα, αλλά μετά τον ξαναρωτήσανε. Του λέει ο Αριστείδης, αυτός που `χε τη βάρκα, λέει, «Γιατί είσαι έτσι; Είσαι κίτρινος», του λέει, «όπως το λεμόνι.» Του λέει, «Κάτι μου `τυχε στο δρόμο, που κατέβαινα νύχτα και κόντεψα να μείνω μες στο δρόμο.» Κι άμα `ρτεν απάνω τα `λεγε στους γονείς του, πως αυτό του `τυχε. Άλλη φορά πάλι, τις ίδιες μέρες εκείνες, κοιμότανε στ `αλώνια τότε, αλωνεύαμε, ήταν η εποχή των αλωνιών. Και κοιμότανε οι αθρώποι όλοι, ο πατέρας μου, της Σοφίας ο πατέρας, ο θείος μου ο Νικόλας, αυτός που σκοτώθηκε, στ` αλώνια κοιμόταν όλοι. Όλο το καλοκαίρι κοιμότανε στ` αλώνια, δεν ερχόταν στο σπίτι. Μία για να λυχνίσουνε, μία πως τους άρεσε και πιο καλά έξω καλοκαίρι που ήτανε, να μη ζεσταίνονται στα σπίτια, είχαν πάρει τα ρούχα τους και κοιμότανε στ` αλώνι. Στάχυα είχε κάτω και ήτανε μαλακά… Και θυμάμαι που `λεγεν ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, ότι κείνο το βράδυ, κείνη τη βραδιά, άκουσε μία σφυριά από το πίσω μέρος, εδώ που πηγαίνετε εσείς για να αντικρύσετε πώς είναι η ρεματιά, άκουσε μία σφυριά μες στη ρεματιά, που λέει, «Εγώ όσο χρονώ είμαι δεν είχα φοβηθεί ποτέ μου κι άκουσα μία σφυριά που επήγε ο αντίλαλος μέχρι κάτω. Εγώ», λέει, «δεν είχα φοβηθεί ποτέ και άκουσα αυτή τη σφυριά και εκείνο το βράδυ», λέει, «φοβήθηκα.»

Άκουγα κι εγώ σαν παιδί πως υπήρχανε νεράιδες εις τη βρύση και κλαίγαν τα μωρά

Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση

K: Σχετικά με θρύλους που λένε διάφορα για τη βρύση, για το νερό κι όλα αυτά, έχετε ακούσει; 

Ελ: Α, τ` άκουγα κι εγώ σαν παιδί, […] πως υπήρχανε νεράιδες εις τη Βρύση και κλαίγαν τα μωρά. 

K: Εγώ θυμάμαι που μας λέγανε ότι όποιος είναι να πάει βράδυ, για ένα κομμάτι ψωμί […] να κρατάς μαζί σου ένα κομμάτι ψωμί. Έχετε ακούσει την ιστορία τι συμβόλιζε αυτό το ψωμί;

Ελ: Επειδή, πώς το βάζει ο παπάς που σε κοινωνάει, τον σίτο, τον οίνο και το έλαιο… Το ψωμί είχε τη δύναμη και δε σε πλησίαζε, λέει, το ξωτικό, έτσι μας λέγαν κι εμάς. Άμα βγαίναμε βράδυ έξω, λέει κράτα… -εμείς τα παιδιά βέβαια δεν πηγαίναμε πουθενά, αλλά άμα πήγαινε ο πατέρας μου που σηκωνότανε να πάνε στα ψαρέματα τη νύχτα, είτε απ` έξω είτε…-  βάλε κι ένα κομματάκι ψωμί μαζί μες στη τσέπη σου. […] Ένα κομματάκι ψωμί. Γιατί το ψωμί είναι σταυρωμένο και δεν κάνει ούτε να το πατάμε ούτε να το πετάμε.

Η: Κι εδώ για τη Βρύση τι λέγανε; 

Ελ: Μας λέγαν ότι υπήρχανε, λέει, νεράιδες εις τη Βρύση και είχαν ακούσει, λέει, κάποιοι, δεν ξέρω, ότι είχαν τα μωρά τους. Πηγαίναν και πλέναν τα ρούχα τους, λέει, στη Βρύση και τ` ακούγαν που κλαίγανε τα παιδιά. Αυτά θα `ταν φαντασίες. Μια κουκουβάγια να φώναζε τη νύχτα και λέγαν πως είναι τα παιδιά της νεράιδας. Οπότε δεν το πίστεψα βέβαια. Ε, καλά σαν παιδιά μας φοβίζανε και φοβόμασταν να πάμε, αλλά εγώ πολλές φορές που άντεχα και πήγαινα κάτω και πελεμούσα και σκοτεινιαζόμουνα και `ρχοτανε η συχωρεμένη η γριά Πλυτώ εδώ κάτω, έβλεπεν πως δεν είχα ανεβεί απάνω κι έλεγεν της Ειρήνης, «Βρε συ, αυτή η Ελευθερία λες να `παθε τίποτα και δεν έχει ανεβεί ακόμα;» Και κατέβαινε η κακομοίρα κάτω και με γύρευε. Μου `λεγε, λοιπόν, η Ειρήνη, «`ε δουλιέσ`2 τέτοια ώρα που κάθεσαι κάτω;» Λέω, «Τι να δουλιώ;» «Δεν πάω», μου λέει, «τέτοια ώρα εγώ στη Βρύση, που να μου δίνουνε τι.» Δεν το σκέφτηκα ποτέ να φοβηθώ, σκοτεινά που να `ναι κάτω. Μια φορά εδώ, μόλις στρίβουμε, που `ναι η ταμπέλα «Βρύση» και «Λιβάδι», που `ναι η ταμπέλα ακριβώς, το από κάτω τραφάκι το `χεν ο γέρο Κώστας απάνω και το `χανε όλο αγκιναριές. Τότε όλα  ετούτα τα περγαλίδια ήταν γεμάτα αγκιναριές. Ξέρεις πόση αγκινάρα έβγαζε εδώ; Τα περγαλίδια όλα μόνο αγκιναριές είχε, δεν είχε φραγκοσυκιές καθόλου, ούτε μία, μόνο αγκιναριές είχαμε. Και είχαμε λοιπό μεγαλώσει πια και του λέω… -ήταν ένα βράδυ πια σκοτεινά κι είχεν έρθει κάτω για να βεγγερίσωμε- και του λέω, «Εν κόβεις τις αγκινάρες σου μόνο θα ξεποχιάσουνε, που `ναι κάτω στο Γύρισμα;» Το λέγαμε Γύρισμα επειδή πήγαινε το ένα έτσι και τ` άλλο αλλιώς. Λέει, «Μπα, αφού δεν τις τρώει κανένας.» Λέω «Κρίμασι.» «Ε, δεν πας να τις κόψεις;»  Λέω «Να πάω τώρα;» Μου λέει, «Άμα είσαι άξια να πας τώρα, χαλάλι σου. Πήαινε κόψε τις.» Λέω, «Θα πάω.» Μου λέει, «Δεν το πιστεύω.» Ήταν σκοτεινά πια. Μωρέ πήγα εγώ και γέμισα ένα καλάθι μέχρι απάνω. Λέω, τι να φοβάμαι τις νεράιδες που λένε, πώς κλαίνε στη Βρύση;

Η: Οι άλλοι δεν πηγαίνανε δηλαδή;

Ελ: Δεν πηγαίνανε.

Κ: Δεν πάνε εύκολα.

  1. φοβηθείς
  2. δεν φοβάσαι
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ