Μια οκά λάδι μια οκά κριθάρι. Μια με μια που λέμε

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Ανταλλαγές σε είδος με Σαντορινιούς, Σαμιώτες, Φουρνιώτες, Ικαριώτες και Ναξιώτες

Δ: Δεν ηπεινάσαμεν εδώ, γιατί είχαν όλοι, προπαντός εμείς. Ο πατέρας μου ήτο ψαράς, και γεωργός, και χτηνοτρόφος… Ε, ηκάναμε. Βέβαια έλειπεν μερικό… το ρύζι έλειπε τότες και το λάδι, γιατί δεν ηβγάλαν λάδια εδώ, μετά ηβάλαμε […].

Γ: Α, δεν είχατε λάδι. Ούτε για τον τόπο δηλαδή για τους ανθρώπους;

Δ: Όχι όχι… Απ` όξω τ` αγοράζαμε το λάδι πάντοτε. Απ` την Αμοργό βέβαια το παίρναμε αλλά έρχοντο οι Σαμιώτες, Ικαριώτες, Φουρνιώτες και αυτοί πεινούσαν εκεί, Ναξώτες, κι ηφέρναν λάδι. Και κρασί οι Σαντορινιοί και ηλλάζαν το λάδι, μια οκά λάδι, μια οκά κριθάρι, μια με μια που λέμε. Τόση ανάγκη είχανε τότε και λέει μια με μια. Ή μια οκά στάρι ή μια οκά κριθάρι με μια οκά λάδι. Κατάλαβες; Οι άλλοι πάλι οι Σαντορινιοί φέρναν κάτι μαούνες γεμάτες κρασί, βαρέλες! Κι ήρχουντον δω, εδώ τους ηδώνανε οι ντόπιοι, ήτονε Κατοχή λέμε, παστά ψάρια ή ξερό γουπί, κάνα κρέας ξέρω γω τι. […] Κρασί, αυτό το νυχτέρι που λέμε, το μπρούσκο. […] Θυμάμαι που κουβάλει ο πατέρας μου, είχε πάρει καμιά διακοσαριά κιλά και κουβαλούσαμε από τη βάρκα, εκεί που ήτον αραγμένη εδώ κάτω, ηκουβαλούσαμε πέρα σπίτι του πατέρα μου… κι ηκουβαλούσαμε εγώ κι ένας αδερφός μου με τους κουβάδες […]. Κι εγώ μες στο Ρυάκα ηκάθομου κι ήπινα κάθε φορά, ώσπου μια δόση μέθυσα κι ήμεινα εκεί δα με τον κουβά και με ψάχναν. […]

Λ: Πόσο ήσασταν; Μικρός;

Δ: Ναι είμαι 15-16 χρονώ. Και που `ρταν και με βρήκαν εκεί και με βοηθήσανε, πήαμε στο σπίτι, αλλά ήμουν τύφλα!

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ