Άμα το λιάσεις το σταφύλι και τ` αφήσεις δύο βδομάδες πάντα θα κάμεις γλυκό κρασί
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Κρασιά, αμπέλια & κλαδέματα
M: Κάτι κουρούπια μέσα που βάζαμε το κρασί. Καμιά φορά ηπατούσαμε Ηλία και κάναμε κρασί πολύ, τώρα φύγαν τ` αμπέλια ολουνώ, ολουνώ. Μόνο εγώ έχω εκειά πέρα ένα αμπέλι, εκείνο βαστάει ακόμα, έκανε σταφύλια ωραία. […]
Ε: Θυμάσαι στην Ποδαριά τι σταφύλια είχε; Κόκκινα, ροζακιά […].
Η: Κάνατε και ρακή θείε; Ρακεζεύατε;
Δ: Ναι, ναι. Ρακεζεύαμε εδώ πάνω στου Αναστάση το σπίτι. Εκεί δα ήταν τα ρακεζά κι εκεί δα βγάζαμε την τσικουδιά. Όλα, όλα τα `χαμεν τότες, τώρα… Πάνε τ` αμπέλια πάνε. […] Της Πόπης εκεί πέρα στην Ποδαριά, που λένε, το αμπέλι, ήκαμεν μέχρι 900 κιλά κρασί τ` αμπέλι εκείνο ναι, ναι, ναι, όλο. Ήταν μεγάλο αμπέλι. Τώρα είναι κλαδιά μέσα. Ξεμπελιστήκανε. […] Μακάρι να `ταν τ` αμπέλι όπως ήταν τότες. Ξέρεις πόσα χρόνια σκάβαμε; Είχα σκάψει εκεί μέσα χρόνια. Αυτά τα είχε ο παππούς και μας έπαιρνε και τα σκάβαμε. […] Είχεν εδώ πάνω στο Περγιαλίδι, ήτανε το πατητήρι και έκανε κρασί κι εκείνος, πολύ κρασί. Άμα το λιάσεις το σταφύλι και τ` αφήσεις δύο βδομάδες, δεκαπέντε μέρες, πάντα θα κάμεις γλυκό κρασί. Να μην το πατήσεις αμέσως που θα το κόψεις από τη μάνα του, όχι, όχι. Πρέπει να το λιάσεις, τότε θα κάμεις και κρασί. Έτσι τα κάναμε εμείς. Και κάθε χρόνο κάναμε γλυκό κρασί, ναι, πολύ ωραίο κρασί. Εδώ ήτανε μια φορά, είχεν έρθει ένας γιατρός κι ένας δάσκαλος. Εκάναμε λοιπόν τραπέζι εδώ και τους βάλαμε κρασί. Αυτό είναι το κρασί, μας είπαν. Φέραμε ένα μπουκάλι στον καθένα. Αλλά ήτο ωραίο πράμα το κρασί εκείνο, πολύ ωραίο. Άμα το πατήσεις σας λέω που θα το κόψεις από τη μάνα του, το κρασί γίνεται μπρούσκο, δεν είναι γλυκό όπως άμα το λιάζεις. Το κανονίζεις, το κανονίζεις εκεί. Άμα το δεις στους 17 βαθμούς, 17 βαθμοί το πίναμε κι ήτον τι ωραίο.
H: Και βγάζατε πολύ κρασί;
Δ: Βγάζαμε αμέ, βγάζαμε κρασί κι εμείς πολύ. Πέρα τότε στη Μεσαριά είχα κάτι ζάρες μεγάλες, βάζαν από 140 κιλά, ναι, ναι, ναι, γεμίζαμε εκεί πέρα κάργα.
H: Όλοι εδώ πέρα πίνατε έτσι, γλεντάγατε;
Δ: Ναι, ναι, ναι, ααα, τότες πίναμε Ηλία μου, πίναμε. Ήταν τα χρόνια εκείνα, άμα `σαι μικρή ηλικία. Πήγαινα κι εγώ μετά με το θείο σου το Σταύρο και σκάβαμε στο Μοσχονά αμπέλια. Λοιπόν τότες εκείνος είχε μέσα τις γελάδες στην Καλοταρίτισσα, μέσα στις μάντρες, τέσσερα όλα τα τάιζε…
Φ: Βρε το παιδί τα θέλει τ` αυτάκια του!
Η: Όχι, όχι… Μ` αρέσουν αυτά θεία.
Δ: Ακούς Ηλία; Βράδυ-βράδυ μου λέει, «Εγώ θα πάω μέσα να ταΐσω τις γελάδες» -είχε μια γαδάρα- «να φορτώσω κι άλλα για να φέρω εδώ.» Το μπουκάλι λοιπόν με την τσικουδιά ψημένη ήταν απάνω στον τοίχο. Μου λέει, «Τσικουδιά θα πίνεις κι ώσπου θέλεις θα σκάβεις.» Ήσκαβα λοιπόν να πάω να πιω ρακάκι. Ζεσταίνουμου, ούτε κρύο εκαταλάβαινα τίποτα, έσκαβα έσκαβα. Ύστερα το βράδυ όταν ήθελα να `ρτω εδώ πατούσα εδώ, βρίσκομαι εκεί. Σου λέω, τότες ήταν πολλά τ` αμπέλια εκεί δα πίσω. Τώρα τα ξεμπελίσαν κι εκεί έχουν κάτι λίγα με σύρμα φτιαγμένα εκεί. Τώρα θέλει να βάλει ο Νικήτας της Παρασκευγώς, θέλει να κάμει τώρα λέει νέο αμπέλι, για να δούμε. Να δούμε αλλά, τα κλήματα που θα βάλει τώρα Ηλία μου αργκιούν για να κινήσουν να κάνει σταφύλια, ναι. Τα λένε βουδόματα. Αλλά όταν βάλει φωκιανό, ροζακί, ασύρι τέτοια, αυτά σε τρία χρόνια κάνουν σταφύλια, αλλά πρέπει όμως να κάμει και νεράκια για να πιάσει το κλήμα, ναι, άμα δεν κάνει τέτοια, δεν πιάνει. Εμένα είναι παλαιό το αμπέλι, βαστάει ακόμα, είναι του παππού μου, ο γερο-Γιάννης, από την Καλοταρίτισσα ήταν εκείνος. Και είναι αυτό το αμπέλι στη Μεσαριά και κρατάει ακόμα. Το `χεν ο παππούς μου φυτεμένο. Εγώ τώρα το κλαδεύω κάπου 55 χρόνια το αμπέλι εκείνο, αλλά όπως το `βρα από την αρχή, έτσι είναι. Κι είχα ένα μπάρμπα εκεί δα πέρα στη Μεσαριά άμα ήτανε, του Αντώνη του Μαραγκού -δεν ηξέρω αν τον γνώρισες- του Μαραγκού ο πατέρας. Εκείνος μου `δειξε την κλάδα κι όπως μου `δειξε έτσι τα κλαδεύω και κρατάει τ` αμπέλι σας λέω 55 χρόνια, του παππού μου αμπέλι κρατάει έτσι.
Η: Τους έχετε δείξει πώς να το κάνουνε; Πώς να κλαδεύουνε;
Δ: Ναι, ναι, ναι, τους έχω δείξει, γιατί έχει άλλη κλάδα αυτό, δεν είναι όπως τα άλλα. Βουδόματο αυτά, φωκιανά, κρητικά, φλάσκες τέτοια, θέλουνε να τ` αφήνεις στα τέσσερα μάτια, στα τέσσερα μάτια. Το φωκιανό και το ροζακί και στα δύο μάτια να το `φήκεις κάνει σταφύλια. Αλλά τα άλλα, αθήρια, κρητικά, τέτοια, θέλουν στα τέσσερα μάτια για να βγάλεις σταφύλια. Το βουδόματο πρέπει να το αφήσεις στα δέκα μάτια. Ναι, στα δέκα για να κάμει σταφύλι. Έτσι είναι, μου `χαν δείξει εμένα οι παλαιοί κλαδευτάδες, εκείνον παίρνανε και στον Κάμπο και τους κλάδευε τα αμπέλια, του Μαραγκού ο πατέρας ο μπάρμπα-Νικήτας, ναι, ναι. Θεός συχωρέστον. Εκείνος σου λέω μ` έδειξεν κι έτσι το κρατάω το αμπέλι.
H: Όλο αυτό το κρασί το κρατάγατε δικό σας ή το δίνατε, το πουλάγατε;
Δ: Πουλούσαμε, πουλούσαμε κιόλας κρασί Ηλία. Ο παππούς της Πόπης το πουλούσε το κρασί, λίγο κρατούσε κάνα κουρουπάκι, το άλλο το πουλούσεν όλο. Δεν είναι πολλά χρόνια που πηγαίναμε και τα τρυούσαμε τα αμπέλια και κουβαλούσαμε τα σταφύλια εδώ πάνω με τα γαδούρια.
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Παλιές ιστορίες για πειρατές και κλέφτες. Η σπηλιά του Πονήρη, ζωοκλοπές, τα βασιλικά, οι Γαϊδουροσπηλιές.
Η ζωή και οι δουλειές στη Μεσαριά. Ζευγάρισμα χωραφιών και μελίσσια.