Πήαινε κι έκανε τους τσιμεντόλιθου και μετά τις ηκουβάλει με τη βάρκα
Ο σύζυγος χτίστης, ο βοηθός του ο Γιώργαρος και η κατασκευή τσιμεντόλιθων
Ειρ: Ο άντρας μου ήτανε χτίστης, ήχτιζε, ησοβάτιζε. Αυτό το σπίτι το `χει εκείνος χτισμένο, τούτο από πίσω που `ναι η άλλη μου κόρη και κάθεται η Βάσω, ναι. Όλα εκεί πέρα, στην Πέρα Γειτονιά όλα αυτά, τα `χε χτισμένα.
Λάρα: Και είχε δουλειές εδώ και έχτιζε;
Ειρ: Και είχε δουλειές εδώ και είχεν να σκολάσει κουρασμένος να `ρτει στη Μεσαριά να φάει, να κοιμηθεί και πάλι το πρωί… Με τα πόδια ε; Ούτε δρόμο είχε.
Λάρα: Αυτό το σπίτι το είχε χτίσει μόνος του;
Ειρ: Μόνος του, ηκουβάλει, είχε βάρκα μεγάλη, πήαινε στο από κει, στο Βαθύ Λιμενάρι, αν ξέρεις, που `ναι ο μύλος ο κάτω, από κάτω που `ναι ένα λιμανάκι. Πήαινε κι έκανε τους τσιμεντόλιθου και μετά τις ηκουβάλει με τη βάρκα εκεί πέρα από κάτω από το Σκατζόχοιρο1. Ύστερι με τα γαϊδουράκια τις ήφερνε επά και τα `χτιζε. Είχε κάνει κόπο, κόπο που δεν ηλέγουντο. Ε, ύστερι, πάει.
Λάρα: Με τα χέρια χτίζαν όλοι τότε ε;
Ειρ: Όλα, όλα με τα χέρια.
Δήμ: Κι ο Γιώργαρος βοηθός.
Ειρ: Ήτον και ο Γιώργαρος βοηθός.
Δήμ: Ήταν ο βοηθός του πατέρα μου. E ναι, μαζί χτίζανε.
Ειρ: Τώρα αυτός ο κακόμοιρος είναι στη Νιο, τον έχει ο παπάς, είναι λέει πιασμένος, ούτε βήμα παίρνει. Είχε κάνει κόπους κι αυτός, πολλούς κόπους, τώρα τα πληρώνει. Ο Γιώργαρος.
Δήμ: Ο Γιώργαρος ήταν ο μεταφορέας του νησιού παλιά, δεν ξέρω αν το θυμάσαι εσύ.
Ηλ: Θυμάμαι, πώς δε θυμάμαι.
(Σε αυτό το σημείο μιλάνε και οι δύο μαζί. Η μεταγραφή γίνεται σαν να μιλάνε ξεχωριστά).
Δήμ: Ψυγεία, κουζίνες, τα σήκωνε στην πλάτη και τα πήγαινε στα σπίτια. Δεν υπήρχαν δρόμοι ούτε αυτοκίνητα τότε. Όποιος έφερνε πράγματα έπαιρνε το Γιώργαρο και του τα κουβαλούσε.
Ειρ: Είχε δυο γαϊδουράκια και ηκουβάλει τα σκουπίδια. Ύστερι ήρχουντον το παπόρι, όποιοι ήρχουντον τον ηξέρανε και τον ηπαίρνανε και των ηκουβάλειν τα πράγματά του. Τι να κάμουμε; Να, το μηχάνημα αυτό που `κανε ο συχωρεμένος τις τσιμεντόλιθους είναι εκεί πάνω.
Λάρα: Πώς τους έκανε;
Δήμ: Είχε ένα καλούπι και έβαζε το τσιμέντο μέσα, χαλίκι, τσιμέντο, δεν ξέρω, και άμμο βάζανε λογικά, ναι, έφτιαχνε το χαρμάνι αυτό δηλαδή, και το `βαζε εκεί μέσα και το είχε το καλούπι και βγαίναν οι τσιμεντόλιθοι.
Ειρ: Ναι, μόλις ήθελε να καταλάβει ότι είχε μπήξει το υλικό, είχεν κάνει ένα μέρος τόσο, πρέπει να `ναι ίσιο το μέρος, για να τις βγάλεις τις τσιμεντόλιθους, γιατί `εν ημπορεί να `ναι οι τσιμεντόλιθοι στραβοί… να πας να χτίσεις, δεν ημπορεί. Και είχεν κάνει λοιπόν, επήαινα γω, όλοι είχαν περάσει από τα χέρια μου, αυτό το σπίτι, της Βάσως, ετούτο. Τις ήκανε εκείνος, τις ηκουβάλει κάτω-κάτω στο μόλο, πήαινα εγώ με το γάδαρο, τις ηκουβάλου κάτω-κάτω, είχεν το Γιώργαρο… τσι βάλαν μες στη βάρκα, τις ηφέρναν κάτω.
Λάρα: Α, με τη βάρκα.
Ειρ: Με τη βάρκα.
Λάρα: Με κουπιά ε; Ή με μηχανή;
Ειρ: Είχε μηχανή, είχε μηχανή. Τώρα είναι το εργαλείο εκεί πάνω.
Δήμ: Στις Μάκαρες πήγαινε κι έφερνε άμμο, χαλίκι.
Ειρ: Ηπήαινε στην Καλοταρίτισσα, στο Λιβάδι…
Δήμ: Θυμάμαι εγώ πολλές φορές μ’ έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μου, για να του κρατάω τα τσουβάλια, να βάζει το χαλίκι και την άμμο μέσα.
Ειρ: Στο Βαθύ Λιμενάρι, στον Κέντρο. Στο Βαθύ Λιμενάρι τις είχε βγάλει όλους, όλους τους έβγαζε εκεί κάτω και πήαινα εγώ, ηβόσκιζα τα κατσά μου το πρωί, τα `βαλα μες στο ρέμα, ηπήαινα κάτω με το γάδαρο, πήαινα φαΐ και όλοι που ήτο έτοιμοι για ν’ αυτό, τις ήβαλα στο γάδαρο και πήαινα κάτω.
- μαγαζί στον Σταυρό
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Η φουβού. Το γάλα της μάνας. Η παρασκευή του καφέ.
Παλιές ιστορίες για πειρατές και κλέφτες. Η σπηλιά του Πονήρη, ζωοκλοπές, τα βασιλικά, οι Γαϊδουροσπηλιές.