Ηκάησα και τα παπόρια και κάησα και τ` αερόπλανα. Ο ένας ησκότωσε τον άλλον
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Ο βομβαρδισμός του πλοίου, τραυματίες και νεκροί. Το πλιάτσικο στο πλοίο
Σοφ: Εγώ τον έζησα το γερμανικό πόλεμο, εγώ με τον άντρα μου. Είμεστε δώδεκα χρονώ κι είμεστε εκεί πέρα σ` ένα χωράφι κι ήταν απέναντι… το βαπόρι δεν ήταν απέναντι, αλλά εκατεβαίναν από το… πηγαίναν τρία εγγλέζικα αερόπλανα… από την Αμοργό φαινότανε. Εμείς ηβόσκαμε εκεί πέρα με τον άντρα μου κι όλα τα `δαμε και περνούσανε, ξεκινούσανε από την Αμοργό, περνούσαν την Καλοταρίτισσα, ανεβαίναν απάνω τον Πάπα κι από κει κατεβαίναν κάτω τον Τρούλο εκεί, το ρήγμα να πάει κάτω, τρία αερόπλανα, και ρίχνανε τόσα βλήματα μες στο βαπόρι το γερμανικό και το κάψανε. Το κάψανε, τραυματίσθησαν οι αθρώποι, προλάβαν και τις πήραν μερικά κάτω στο Σταυρό, τις περιποιηθήκανε και ηπέφταν τα βλήματα κι οι αθρώποι μες στα χωράφια. Πώς δε σκοτώθηκεν καένας; Η μάνα μου ήτον εδώ κάτω κι είχε χάσει κάτι και το γύρευε κι ηπέρασε ένα βλήμα τόσο δα από πάνω της και πήγε εδώ κάτω κι έσκασε. Πώς δε σκοτωθήκανε οι αθρώποι; Είχαμεν τη βάρκα μας, τη βάρκα που ψαρεύγα τ` αδέρφια μου εκεί στον Κέδρο, και πηγαίνα και την είχανε και αφού υποχωρούσαν τ` αερόπλανα, ηπηγαίνα και βγάλαν τις τραυματίες έξω και τις φορτώσανε, τις βάλανε σε γαδούρια και τις πήγανε κάτω στο σκολειό στον Κάμπο κάτω στο Σταυρό και τις περιποιηθήκανε οι αθρώποι, αφού ήτον τραυματίες, ναι. Αλλά ήτον κι άλλα δύο εδώ κάτω στο μύλο του Ψηλού, στην άμμο στο Βαθύ Λιμενάρι και αν δεν εφεύγανε, ήθελε να κατέβουν από δω πάνω και να κάψουν το χωριό καλά-καλά, γιατί όπως κατεβαίνανε, ρίχναν τα βλήματα. Αλλά τα τραβήξανε, λέει, μέσα στα Δωδεκάνησα. Θα σας πω, εκατέβαιναν τα τρία εγγλέζικα βαπόρια γιατί ρίχνανε. Ε, ανεβήκανε λοιπό δυο Γερμανοί με οπλοπολυβόλα εκεί στον Τρούλο πιο κάτω στο ύψωμα, κι όπως κατεβαίνανε λοιπόν τ` αερόπλανα, ρίξανε βλήματα και πετύχανε το ένα. Πώς δεν έπεσε κάτω στο Σταυρό, να τον κάψει; Πήγεν από κει στα Παχυβούνια και κάηκε με τις αθρώπους τ` αερόπλανο καλά-καλά. […] Αφού ύστερι ηφοβήθησα, αφού το `καψαν το αυτό, τραβήξανε να πάνε να κάψουν και τα άλλα παπόρια που ήτανε μέσα. Κι ηκάησα, λέει, και τα παπόρια και κάησα και τ` αερόπλανα, ναι. Ο ένας ησκότωσε τον άλλον.
Ηλ: Και το είδατε, θεία, εσείς αυτό, το είδατε;
Σοφ: Το `πανε, ότι τραβήξανε, λέει, μέσα να γλιτώσουν τα παπόρια, αλλά δεν τη γλιτώσανε […]. Αφού ρίξανε το αερόπλανο φύγανε… […]. Ύστερα την άλλην ημέρα αφού ηβγάλαν τους… μας είχαν πάρει τη βάρκα μας και φέρνανε, επήγανε τις τραυματίες οι Γερμανοί, και οι Έλληνες εβοηθήσαν και τις πήγανε κάτω στο σκολειό, τις περιποιηθήκαν. Ααα και το μάθανε οι Γερμανοί κι έρκονται! Περάσαν από δω όπως τα άγρια θηρία και μας λεν` -ήρτανε απ` αλλού- και μας λέν`, λέει, «Πού είναι οι τραυματίες;» Τον αδερφό μου τον Κώστα τον ηβάραν και πήαν τον σκοτώσου, χωρίς να των πειράξει. Θηρία ήτανε! Α, των λέει ο πατέρας μου, «Τις τραυματίες τις πήρανε οι αθρώποι μας και τις πήγανε κάτω στο σκολείο, των δώσανε τροφή και φάγανε, των δώσανε ρούχα.» Ε, εν ημιλήσανε πιο. Φύγαν και ηπήαν και πραγματικώς τις είχαν περιποιηθεί και τις πήρα κι ηφύγα, ναι, ναι.
Ηλ: Και με αυτό εδώ πέρα τι έγινε, πώς το πήρατε; (Εννοεί με το σίδερο που συγκρατεί το ταβάνι)
Σοφ: Ε, αφού ήμεινε το βαπόρι… πόσα χρόνια έπλευγε εκεί κοντά, τώρα επήε και το βουλιάξανε. Εε, πήαν τ` αδέρφια μου, ηπαίρνα κάρβουνο και το πουλούσανε στη Νάξο και παίρνα πατάτες, ναι, και πήραν και το σίδερο και το φέρανε. Πώς γλιτώσαν τ΄αδέρφια μου; Τρεις μέρες, τέσσερεις, κατεβαίνανε τ` αερόπλανα, που το είχαν τραυματίσει, που είχαν φύγει οι Γερμανοί. Ήθελαν να το φαν, να το κάψου. Κατεβαίναν τ` αερόπλανα και ρίχνανε. Κι είχαμε τη βάρκα και κοντεύαν να μας σκοτώσου τ` αδέρφια μας. Πήγαν να πάρουν τη βάρκα τ` αδέρφια μου… Ναι. Τι κακόν εγί`.
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Παλιές ιστορίες για πειρατές και κλέφτες. Η σπηλιά του Πονήρη, ζωοκλοπές, τα βασιλικά, οι Γαϊδουροσπηλιές.