Πηαίναν μες στην Ανατολή, ηφορτώνανε καΐκια, κλέβγανε των ανθρώπων τις αγελάδες, ό,τι βρίσκανε…

Στοιχειωμένες μέλισσες. Στοιχειωμένα λεφτά

Σ: Μέλισσες, κι αυτές τις στοιχειώνουνε. Το ξέρεις ότι είχε πρώτα πολλά απάνω. Είχεν και ΄χει. 

H: Και τις μέλισσες δηλαδή πώς τις στοιχειώνουνε; […]

Σ: Λόγια βάζουνε, λόγια βάζουνε.

Κ: Έχετε ακούσει εσείς κάποια από αυτά τα λόγια; Ξέρετε τίποτα από αυτά; […]

Σ: Ε, ήκουα καμιά φορά να πούμε τους παλιούς. […] Μια φορά ήτο, λέει, ένας εις στην Αμοργό μας ήλεεν ο πατέρας μου. Ήτον ένα φτερό, μες στο φτερό αυτό ήτον η μέλισσα. Βούταγε, λέει, το μέλι, γέμισεν η σπηλιά εκεί μέσα είχε το μέλι. Αλλά ήτον όμως σου λέει ένα χάος. Λέει λοιπόν ο ένας στον άλλον, ρε πάμε να κάνουμε απόφαση να την τρυήσωμε; Τον ήδεσε λοιπόν, λέει, αυτόν από τη μέση. Ηκατέβειν, να πούμε, κάτω με το ντενεκέ. Τον ηγέμισεν τον ντενεκέ, τον λέβαρεν απάνω το ντενεκέ το μέλι. Λέει, να ξανακατέβω. Και του δώσαν, λέει φτάνει, ακούει, φτάνει. Με το φτάνει ηχάθηκεν, ηχάθηκεν δε φάνηκε καθόλου.

Κ: Ο άνθρωπος;

Σ: Ναι ούτε τον εβρήκανε καθόλου. Είχανε μια φορά, τώρα δεν το βλέπουνε, το βλέπαμε πολλές φορές, πηαίναμε στ΄αλώνια που αλωνεύγαμε το βράδυ, που άμα ΄θελε να ΄ναι έτσι το φεγγάρι, είχε, λέει, λεφτά πολλά, που τα ΄χανε στοιχειωμένα. Και τα βλεπες λοιπό κάθε βράδυ το φως, το φως. Κι ήκουα  λοιπόν τους παλιούς, που λέασι: Να λέει που βόσκουν και τα πρόβατα, βγήκε, λέει, πάλι το… Τι είναι λέω αυτό; Λέω του πατέρα μου, ήντα λέω είναι αυτό; Αυτό μου λέει είναι λεφτά και τα ΄χουνε στοιχειωμένα. Έχουν πει λόγια. Τρία αδέρφια θα πάνε, τα δυο θα το κερδίξουνε, το άλλο θα το πνίξει. Αν πρόκειται, λέω, για να πας, να χάσεις τον… Να λείπουνε. Ε, τώρα αν δε βάλωμεν τη βάση, δε θα τα ΄χουνε βρει σκαμμένα. Είχε στηρίγματα πολλά. […] Έχει η Ντονούσα πολλά απάνω […]. Στου μαστρο Γιάννη εκεί κάτω εκεί πέρα […], μας ήλεεν ο μακαρίτης ο Μαρινάκης, ότι ηβλέπασιν ένα φως από πάνω από το μαυρόχορτο [?] το δικό μας και ήσβυνε μες στο λάκωμα. Τι είναι λέει αυτό, τι είναι; [ch-] Ήτανε κλέφτες, είχανε τρία μάρμαρα. Ησκάψανε [ch-], του λέσιν ότι αν τα ΄βρεις λέει χαλάλι σου. Ε, ηπήε, λέει, ο συχωρεμένος ο παππούς λέει ήβρεν το ένα, το ΄βγαλε. Βγάλει το άλλο, τίποτι. Έπρεπε να βγάλει και το τρίτο. Το παράτησε λοιπό. Σε λίγον καιρό να η κλεφτουριά. Και του λέει, ε, μπάρμπα ήβρες τα…; Λέει, όχι, λέει ηπήαμε μα δεν τα βρήκαμε. Λέει και πόσα μάρμαρα ήβγαλες; Λέει, δυό. Λέει, δώσε μας ένα φτυάρι και μιαν αξίνα. Και πάνε και τα βρίσκουνε. Για να τα ΄βρεις και τι χαλάλι σου και δεν του δώκανε τίποτι. Κάτω στο μύλο, το μύλο τον κάτω μύλο. Είπαν πως τα ΄βρε ο γέερο Μυλωνάς. Του το ΄πανε, το ΄ξερε. Λέει, αν τα  ΄βρεις λέει… Αυτοί βλέπεις ήταν απ΄τα κλεφτουριά, ήτανε τότες ήτονε κλεφτουριά. Τα κλέβγανε και τα χώνανε κι άμα τα βρίσκανε. Ε, δεν ήρτασι, τα βρεν ο γέρο Μυλωνάς. Μπορεί να βρεις καϋμένη τέτοια… Αλλά πρέπει να προσέχεις. Αν σε προδώσουνε, αλοίμονο. […] Μερικοί που βλέπεις και λες και είναι… Πόσα βρίσκουνε κάτω στα νησά… Πόσα…

Η: Οι κλέφτες αυτοί θεία τι ήτανε;

Σ: Ήτανε κλεφτουριά, κλέβανε. Τότες δεν υπάρχανε συγκοινωνίες τότες, σαν τηλέφωνα που υπάρχουν τώρα. Τα χρόνια εκείνα δεν υπάρχανε. Και πηαίναν λοιπόν μες στην Ανατολή, ηφορτώνανε καϊκια, κλέβγανε των ανθρώπων τις αγελάδες, ό,τι βρίσκανε. [ch-] αφού δεν υπάρχανε… Ακόμη και τώρα τα κάνουνε αυτά.

Κ: Δονουσιώτες δηλαδή ήτανε ή από άλλα…;

Σ: Όχι παιδάκι μου, ξένοι […], ξένοι, ξένοι. Ξένη κλεφτουριά. […] Τα πουλούσανε να πούμε. Μια φορά είχανε ενούς Αξιώτη ένα βούδι κλεμμένο. Το φέρασι λοιπό εδώ, εγώ δε το θυμούμαι, μου τα ΄λεγεν η αδερφή μου και της Ελευθερίας ο πατέρας του λένε, μπορείς να μας κρατήσεις αυτό το βόδι ώσπου να γυρίσωμε να το πάρωμε; Ε, το κράτηξε. Του λέει λοιπόν ό πατέρας μου, του λέει Μιχάλη πρόσεξε, του λέει, πρόσεξε καλά γιατί… Μη σε… Σε λίγες μέρες να ο Αξιώτης. Λέει ποιος είναι ο Μιχάλης ο Σιγάλας, λέει του πατέρα μου. Λέει, είναι αδερφός μου. Αδερφός σου; Το βόδι λέει που πήρε, πού το ΄χει; ήρθεν λοιπόν, το ΄χε από πίσω στις που λέμε Χειλούτες [?]. Είχαν ένα καζάνι μεγάλο και εκεί λοιπό το πότιζε. […] Ήρτε λοιπό, σε λίγες μέρες ήρτεν η κλεφτουριά και το πήρε. Το προδώσανε λοιπό, έρχεται ο Αξιώτης, τι έκανες το βόδι μου; Λέει, εγώ δεν ήξερα, μου το ΄φηκε λέει πως ήθελε να γυρίσει να το πάρει. Εγώ λέει ηνόμιζα ότι το… Του λέει, άντε τώρα πλήρωσέ το εσύ. Και πουλεί μια αγελάδα δικιάν του και δεν ξέρω πόσα ήδοκε ρέστα. Ηκάνανε πρώτα πράγματα… 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ