Η έγνοια του μύλου τον ήφαε

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Η καταγωγή του πατέρα. Ιστορίες από το μύλο

Η: Ο πατέρας σας από πού ήτανε?

Σοφ: Από ΄δώ. Ήτον αδέρφια με του Ψηλού τον πατέρα, με τον παππού σας. Τρία αδέρφια ΄ναι. Ήτον κι άλλος, Γιαννης, στην Αθήνα ο θείος ο Γιάννης ναι, ναι. Και μια μοναχοκόρη είχανε και ήταν στην Αμοργό παντρεμένη, πέθανε κι αυτή, όλοι πεθάνανε οι κακόμοιροι όλοι.[…] Δε γεράσαν ας πούμε όπως πρέπει όλοι, δε γεράσανε ναι, ναι. Μας τον ήφαεν ο μύλος. Η έγνοια του μύλου τον ήφαε. Να σηκώνεται, να πηαίνει τη νύχτα, να ντρετσάρει το μύλο. Έπρεπε να το δένει και δεν τον έδενε. Ύστερη που τον επήρεν ο Δημητράκης ο αδερφός μου τον ξαρτάρωνε που λένε.

Η: Εσάς ο πατέρας σας ήταν ο μυλωνάς;

Σοφ: Ναι. Ναι, ναι.

Η: Εσείς δουλεύατε στο μύλο; Πηγαίνατε;

Σ: Όχι, πού να… Μια φορά που το ράβγαμεν από πάνω το… τον ηξεντένωσε, τον ηχάλασεν ο καιρός, τις αντένες όλα κι ύστερη[ch-] τον ηράβαμε με χόρτο [ch-]. Πόσες φορές του τον έριξε κάτω το μύλο! Πόσες φορές! Μια φορά ήτον ο Μιχάλης ο αδερφός μου εδώ, γιατί αυτός ήτον πολύ έμπειρος και ήρτε, αυτόν ήτον οργή θεού, είμαστε εδώ και κατεβαίνει ένα φίρμα βοριάς, τις σήκωνε τις πέτρες απάνω και παίρνει ο ξάδερφός μου ο Νικόλας δρόμο που ΄τον κατήφορος και πάει στον κάτω μύλο, τον ηπρόλαβε, τον ηντρετσάρισε. Ο Μιχάλης ώστε να πάει πέρα, ότι που πήεν απ΄ έξω, ήρτε ένα φίρμα και τον ηκατέβασε τις αντένες όλες κάτω. Ο Μιχάλης λοιπόν ήτο [ch-], τον ηκοίταζε και πιο καλά που δεν ήμπε το κακόμοιρο μέσα να κατέβει κανένα ξύλον, όπως ήρθε με τη φόρα ο αγέρας, να το σκοτώσει. Και ήταν ο πατέρας μου εδώ ΄π΄ έξω και κάνει, τύφλα Μιχάλη. Ο Μιχάλης [ch-].  Του ήρτε μετά, του λέει, ήντα ΄καμες τώρα Μιχάλη; Ε, ώστε να μπω μέσα να σκοτωθώ, πιο καλά να βουλήσει ο μύλος. Ύστερη το φτιάξανε πάλι, το φτιάξανε. Αλλά κακοχτισμένος, κακοχτισμένος αυτός που τον, που τον είχε. Τον είχαν απ΄ το Μεσήνι, τον είχεν αγοράσει ο πατέρας μου.

Η: Πότε τον είχαν φτιάξει το μύλο αυτόν;

Σ: Ε πολλά χρόνια, πριν γεννηθώ εγώ. Ε μα αυτός ο μύλος μας έζησε, γιατί με την Κατοχή όλοι πείνάσανε, εμείς δεν ηπεινάσαμε. Αλλά ήδωμνεν ο πατέρας μου αλεύρι στις φτωχούς. Ήρτεν ένα καϊκι στο Λιβάδι κι ανέβηκεν ένας και του λέει, έλα καλέ μου άνθρωπε και βάλε μου μια χουφτιά αλεύρι να κάνω μια πίτα να φάω που πεινώ. Κι ήπιασε και του ΄βαλε. Ήδωνε, ήδωνε στις φτωχούς. Τραβήξαμε, τραβήξαμε. Ύστερα που πήγαν στρατιώτες τα παιδιά… Δε, δε, δε. Λεφτά δεν ηβγαίναν τότες.

 

Ο μύλος λέει γίνεται, το παιδί δε γίνεται

 

Δουλειά στο μύλο. Η σχέση του πατέρα με το μύλο. Κακοκαιρία

Σοφ: Ο πατέρας μου ο κακόμοιρος[ed] ήτανε απάνω σ’ ένα τέτοιο κρεβάτι κι είχεν ανοίξει την πόρτα και κοίταζε το μύλο, μέχρι που ξεψύχησε[…] Να το βλέπει, να το βλέπει, να το βλέπει. Όλη νύχτα εγνοιαζότα’ όταν είναι κακοκαιρία, όλη νύχτα δεν κοιμότανε. Του ‘λεε η μάνα μου: Βρε κοιμήσου και δε θα πάθει τίποτι ο μύλος. Γιάντα δεν τον ξαταρώνεις(?); ‘Εν ήθελε να τον ξαταρώνει.[…] Και μια μέρα επήγεν ο αδερφός μου ο Μιχάλης δέκα η ώρα το πρωί να τον τρετσάρει(?), γιατί κατέβηκε… Αυτό ήταν οργή Θεού! Κατέβηκε ένας βοριάς, ένα φου ηβάστηξε μια ώρα κι έπειτα κατά, κατασαλάγιασε και παίρνει δρόμο ο ξάδερφός μου ο Νικόλας και πάει στον κάτω μύλο. Εκείνο ήτον κατήφορο, τον ηπρόλαβε το μύλο. Ο αδερφός μου ο Μιχάλης ήτον μακρυά, πήγε, αυτός ήταν και γουστόζικος κι αφού λοιπό’ είδε το… Αφού ηπήγεν απ’ έξω από το μύλο, έρχεται ένα φίρμα(?) και κατεβάζει τις αντένες, το ξόνι(?) και τω’ δώνει μια και κατεβαίνουν όλα κάτω. Ο Μιχάλης λοιπό’ δεν έπιανε στενοχώρια. Σταύρωσε τα χέρια του απ’ όξω κι έστεκε τον ηξάντι[?]. Βγαίνει ο πατέρας μου και του κά και κάνει λέ’, τύφλα Μιχάλη! Ε, [ch-] η μάνα, δεν κοιτάζεις, λέει, που δεν ηπήε το παιδί μέσα, να ξεφύει, λέει, καένα ξύλο, εκεί που τον ηκατέβασε, λέει, το μύλο να πάει να το σκοτώσει. Μα θα γνοιαστούμε, λέει, το μύλο; Ο μύλος, λέει, γίνεται, το παιδί δε γίνεται. Ναι κι ήρτεν εδώ ο Μιχάλης ούτε[???]. Αφού δεν μπορούσα, λέει, πατέρα να πάω μέσα,πώς ήθελες να πάω; Να πάω να σκοτωθώ; Ε, ‘εν του ξαναμίλησε. Ο κάτω μύλος τον ηπρόλαβεν ο ξάδερφός μου και τον…

Ηλ: Μετά τον ξαναφτιάχνατε όμως; Τον χαλούσε ο καιρός…

Σοφ: Ένα φίρμα! Τον ηξαναφτιάξαμε. Δηλαδή οργή Θεού ήτανε. Ηλίχνιζε τη θάλασσα και την πέτα πάνω[…]. Ούτε μισή ώρα δεν ηβάστηξε, ε ναι. Ένας αγέρας όπου έβρισκεν άθρωπο θα τον ησκότωνε και ήτον οργή Θεού, οργή Θεού ναι.

Λάρα: Εδώ το πιάνει πολύ ο αέρας; Γιατί πάνω στο Μερσήνι φυσάει πολύ αέρας.

Σοφ: Μυλωναριό σου λένε. Παντού πιάνει[…]. Μυλωναριό λέει.

Λάρα: Τι είναι αυτό;

Σοφ: Ε, δηλαδή ‘κει που ‘ν’ ο μύλος, μυλωναριό το λέγανε.

Λάρα: Τον τόπο;

Σοφ: Όχι, το μέρος που ήτον ο μύλος.[…] Ο πατέρας μου εγέρασε πριν την ώρα του με το μύλο, γιατί μόνο μόνο να φυσούσε κακοκαιρία τη νύχτα, είχεν αυτή την έγνοια, θα μου σπάσει το μύλο, θα μου σπάσει το μύλο.

 

Ήπεσεν αστροπελέκι και τον ήκαψεν

 

Η καταστροφή του μύλου

Η: Και το μύλο μέχρι πότε το λειτουργούσε ο πατέρας σας;

Σοφ: Ύστερι που γέρασε τον ηπήρεν ο Δημητράκης, ο Δημητράκης, αλλά τον είχανε κακοχτισμένο, κάθε χρόνο βουλούσε μια πάντα. Ύστερα βαργίστησε (?) το Δημητράκη, δεν τον ηξαρταρώναν να μην το σπάσει ο αγέρας. […] Ήτον μες στο βοριά, ήρχουντον νοτιάς του ΄δωνε και κατέβαζε όλες τις αντένες κάτω. Πρέπει να το δένεις. Και ύστερα βουλούσε, τον ήχτιζε από τη μια πάντα, τον ήχτιζε καλά δυο φορές ο συχωρεμένος ο πατέρας μου […]. Πέρασαν πολλά χρόνια, δυο τρία χρόνια, ήπεσεν αστροπελέκι και τον ήκαψε, καιγόταν τρεις μέρες, τρεις μέρες με τα ξώνια όλα μέσα, είναι ξυλία. Ναι, ναι ήκαψε. Και ήλεα, ε και να ζούσε ο πατέρας μου να το δει να καίεται. Ήθελε να πάει μια ώρα πιο μπροστά. Το όνειρό του ήτο΄ να κοιτάζει το μύλο. Πόσες φορές με κακοσύνη μες στη νύχτα έφευγε να πάει πέρα να τον τρετσάρει.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
  • Αφήγηση
  • Τόποι
  • Συνέντευξη
    Οκτώβριος 2010 & Νοέμβριος 2011, Μεσαριά
  • Έρευνα
    Ηλιας Πράσινος & Ηλιας Πράσινος, Λάρα Καλίρη. Παρόντες η Δέσποινα Σπύρου