Μέχρι που του `χανε πει και ήκαμε με τη γλώσσα του το σταυρό του, εν τον ήφηνε το φάντασμα να σηκωθεί απάνω

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Ιστορίες με νεράιδες και βρυκόλακες

Ε: Να σου πω. Μια φορά είχαμε ένα Γιαλίτην εδώ, που ήτανε βοσκός […] και ήρθεν από την Καλοταρίτισσα κι πέρναν από ΄δώ πέρα. Κι από κάτω εκεί στην ελιά […] από κάτω στο δρόμο στο λαγκάδι, […] εκεί ΄πό κάτω, λέει, είδε λέει αυτός ο βοσκός τέσσερεις ανεραϊδες και ηχορεύγαν, λέει, μες στο δρόμο μέχρι που σκιαξεν εκεί πέρα το δρόμο και του ανάβγαν, λέει και το φακό και τον ηκοιτάζανε. […] Στην Ποδαριά […]. Αυτό ξέρω εγώ. Ένας βοσκός και γυρεύγαν, λέει, να τον πιάσουν να τον χορεύγου΄ μες στο δρόμο.

Η: Και τι έκανε αυτός; 

Ε: Αυτός ηπροχώρα δεν ησταμάτηξε παρά ηπροχώρα αλλά… Άμα δει, λέει, το φακό ας πούμε τα φαντάσματα […] σταματούνε, χάνουνται. Την ώρα που άναψε ας πούμε αυτός το φακό, αυτές ηχάθησαν. Αυτό ξέρω μονάχα εγώ, που ήρθε ένας βοσκός που ήταν εδώ και ήρχουντουν εδώ το βράδυ και τα συζήταγε, τα λεε. 

Ε, και ο Μήτσος άλλη μια φορά. Ο Μήτσος παιδιά μου μια φορά ξέρεις τι ήπαθε; Εκει πέρα στη σπηλιά, Ποπάκι, ξέρεις που είναι η σπηλιά στο λάκο παραπάνω. […] Είχε πάει μεσάνυχτα να ταϊσει τα ζώα. Βρε μη σηκωθείς να πας μεσάνυχτα […] Ήθελε να κάμει ζευγάρι και πάει να ταϊσει τα χτήματα και πάει κάποιος βορχκόλακας από πάνω από τις πλάτες του […] Πού να σηκωθεί! Βρε αμά… Τίποτι. Μέχρι που του ΄χανε πει και ήκαμε με τη γλώσσα του το σταυρό του, ΄εν τον ήφηνε το φάντασμα να σηκωθεί απάνω.

Δ: Ένα θερίο ήρτε απάνω μου. […] Θερίο! Βάρος; Δεν μπορούσα ούτε χέρι να κινήσω ούτε πόδι τίποτα. Πω πω! Σκέφτηκα λοιπό από το γέρο Γιώργη το Μυλωνά, τα ΄χε πάθει τα ίδια και μου τα λεε, παιδί μου, ήκανα το σταυρό μου μόνο με τη γλώσσα μου. Αυτό ήκανα κι εγώ και ήφηεν από πάνω μου.

E: Μετά […] ούτε ηξανάβγαιν από το σπίτι μέχρι που βγαινε ο ήλιος.

Δ: Θερίο, θερίο!

Ε: Τέτοιο φόβο που ήπαρει. 

Η: Δηλαδή ήρθε και σας έπιασε;

Δ: Ναι ναι ναι ναι. Ήπεσε απάνω μου. Εγώ ήπεσα λοιπό εκεί δα, μπρούμηξα πάνω στ΄άχυρα εκεί, ώσπου να ξημερώσει, μεσάνυχτα θα ΄ταν που πήγα και έρχεται το θερίο αυτό απάνω μου. Ναι ναι βρε αμάν να τρίξω…

Ε: Υπάρχουνε [ch-].

Δ: Τίποτα, τίποτα. Άλλη φορά πήγαινα νύχτα κάτω να ρίχνομαι μια ταράτσα, πλάκα του Στεφανόπουλου στον Κάμπο. Πήγαινα λοιπό από δώ πέρα […], που ΄ναι η ελιά, αφού ηπρόβαλλα προς τα εκεί, βλέπω ένα φως και ήρχουντο προς εμένα προς απάνω μου.  Λέω θα ΄ναι κανένας από τον Κάμπο, τώρα θα συναντηθούμε να δω ποιος είναι. Αλλά αφού ηπροχώρειν εγώ και ήβγειν από πάνω, από πάνω και πήγε στην ελιά, λοιπό, γύριζε γύρω γύρω την ελιά, γύρω γύρω γύρω. Εγώ ηκάθομου απάνω στο γάδαρο πραγκωμένος γερά, είχα κι ένα φακό και τον ήναψα λοιπό κι εγώ καταπάνω του το φως αυτό. Αλλά εκεί γύριζεν αυτό, εκεί εκεί εκεί εκεί μέχρι που ήγκαψα1 πέρα τη Μεσαριά. Ναι έμεινεν εκεί. Τι ήταν αυτό;

E: Εκεί που είδεν αυτός τις τρεις […] τις ανεραϊδες, είδεν και τούτος το φως […]. [ed] Υπάρχουνε! Λέμε ότι ΄εν υπάρχου΄, αλλά υπάρχουνε.

  1. πάω κάπου που δε φαίνομαι
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ