Ο νόμος ήτανε στα 10 να σου πάρει 1, αλλά αυτοί δεν κοιτάζανε, έφτανε να το βλέπει να είναι παχύ και μικρό και το ‘παιρνε
Επίταξη επί Κατοχής
Η: Είχε έρθει στρατός εδώ;
Ελ: Όχι, ερχόταν απ` τη Γιάλη ερχότανε… Υπαγόμαστε στη Γιάλη και από τη Γιάλη ερχότανε. Ερχότανε και από άλλα μέρη, αλλά δε ζητούσανε, δεν παίρνανε με το έτσι θέλω. Απ` τη Γιάλη ερχότανε και κάνανε επίταξη εδώ. Απ` τη Γιάλη ερχότανε οι Ιταλοί. Τους ήφερνε ο Νικολάρας τότε, αυτός που `τανε στη Γιάλη. Ένας άλλος από τα Κατάπολα, του Μανώλη του παπά που λένε, συγγενής σας ήτανε ο Μανώλης. Ναι, η γιαγιά η Καλλιόπη είναι καμωμένη για την μάνα του Βαγγέλη, αυτού που σου λέω από τα Κατάπολα. Μαρία τη λέγανε αυτή που ήταν στα Κατάπολα, που την είχεν πάρει ο Μανώλης, ο Μανώλης του παπά. Ήταν του παπά υιός και τον λέγαν «ο Μανώλης του παπά», είχεν πάρει την αδερφή του παππού σου του δασκάλου, του γερο-δασκάλου. […] Εκεί ήταν ένας γιος του κι ήφερνεν απάνω τους Ιταλούς, ο Βαγγέλης και ο Νικολάρας απ` τη Γιάλη. Και ερχόταν εδώ και κάνανε επίταξη, ό,τι βρίσκανε. Θυμάμαι μοσχάρια παίρνανε, μα κατσίκια βρίσκανε. Εμείς είχαμε δυο-τρία… Ο νόμος ήτανε στα δέκα να σου πάρει ένα, αλλά αυτοί δεν κοιτάζανε, έφτανε να του αρέσει, να το βλέπει, να είναι παχύ και μικρό και το `παιρνε. Ο Νικολάρας τα `κανε, δεν τα κάνανε οι Ιταλοί, η αλήθεια ότι τα πολλά τα `κανε ο Νικολάρας. Θυμάμαι είχαμε τρεις-τέσσερεις κατσίκες και είχε αγοράσει η μάνα μου ένα μικρό κατσικάκι από την αδερφή της Σοφίας, είχανε φέρει καλά μαρτίνικα δηλαδή από την Αμοργό και κάνανε δίδυμα, ήτανε καλά. Η μάνα μου είχε μηχανή και έραβε, έκανε τη μοδίστρα εδώ, ολουνού του νησιού έραβε. Και της έραψε λοιπό ρούχα και της λέει, «Θέλω να μου δώσεις ένα κατσικάκι απ` τις καλές σου τις κατσίκες, για να κάμω κι εγώ ένα κατσικάκι.» Ήρθανε λοιπόν από την Αμοργό οι Ιταλοί μαζί με τον Νικολάρα, λέει, «Θέλω να δω τα κατσίκια σου, Ειρήνη», ενώ την ήξερε, γιατί πήγαινε στην Αμοργό και του μάζευεν ελιές. «Τι να πάρεις», του λέει, «βρε Νικόλα, εγώ έχω τρεις-τέσσερεις κατσίκες, είναι όλα μέσα στη μάντρα.» Λέει, «Θέλω να τα δω.» Μπαίνει μέσα λοιπό, το βλέπει αυτό, λέει, «Θέλω να πάρω ετούτο.» Του λέει, «Ρε Νικόλα, είσαι με τα καλά σου, αυτό το έχω αγοράσει για να κάνω κι εγώ μια κατσίκα, πάρε απ`τα άλλα.» Λέει, «Τι θα κάμω απ` τ` άλλα, κόκκαλα; Αυτό είναι παχύ θα το πάρω.» Το πήρε. Με τους Ιταλούς συνεργαζότανε και είχε κάψει κόσμο εδώ, είχε κάψει ο Νικολάρας κόσμο… Αφού όλοι, θυμάμαι, τότε που λέγανε, «Πού θα πάνε, δε θα φύγουνε οι Ιταλοί; Η πρώτη η τουφεκιά θα είναι του Νικολάρα.» Αλλά τελικά δεν τον ηπείραξε κανένας.
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Παλιές ιστορίες για πειρατές και κλέφτες. Η σπηλιά του Πονήρη, ζωοκλοπές, τα βασιλικά, οι Γαϊδουροσπηλιές.
Η ζωή και οι δουλειές στη Μεσαριά. Ζευγάρισμα χωραφιών και μελίσσια.