© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Οι οικογένειες της Μεσαριάς. Ο λυράρης. Τα γλέντια. Η μαμή

Β: Εδώ στη Μεσαριά τότε θείε πόσοι άνθρωποι ήτανε;

Ψ: Εδώ στη Μεσσαριά ήμασταν πενήντα παιδιά, και εφτά οικογένειες, εφτά αντρόγυνα να πούμε. Εμείς ήμαστεν η πιο μικρή οικογένεια, πέντε παιδιά. Κάτω εκεί ήταν η γυναίκα μου, εκεί κάτω κάτι σπιτάκια. Η γυναίκα μου είχε δεκατρία παιδιά και άλλα δεκατρία του Μαραγκού ο πατέρας. Εικοσιέξι, δυο σπίτια.

Γ: Πώς τα γένναγε τώρα;

Λ: Είχε μαμή;

Ψ: Με τίποτα. Μια μαμή και καθότανε […] στου Ζαλί πίσω. Από κει πηγαίναν τα μεσάνυχτα, όταν πιάναν οι πόνοι τη γυναίκα, τη φέρνανε. Πότε χάνανε το δρόμο και δεν μπορούσαν να `ρτουνε. Δεκατρία και δεκατρία εικοσιέξι δυο γυναίκες γεννήσανε.

Γ: Πω, πω, στρατός!

Ψ: Ναι ναι. Πενήντα παιδιά είμαστεν εμείς εδώ. Ο θείος μας ο Γιωργάκης, εδώ του Γιώργαρου ο πατέρας, έπαιζε λύρα. Κι ερχόταν εδώ, μαζευόταν εδώ το χειμώνα και σαράντα παιδιά, σαρανταπέντε, μαζευόταν εδώ, πού να χωρέσουν μέσα;  Άμα `ταν καλοσύνες, απ` έξω να πούμε και παίζαν τη λύρα και  χορεύγαμε δω. Παιδιά τώρα…

Β: Πού παίζανε;

Ψ: Εδώ παίζανε. Να, εδώ ήτον ένα… Μπάρι το λέμε εκείνο, κει πάνω καθότανε και παίζανε κι εδώ χορεύγανε.

Γ: Πώς το λέγαν εδώ;

Ψ: Μπάρι. Που `ναι σαν καναπές. Εκεί είχαμε ένα μεγάλο μπάρι, πήγαινε πέρα-πέρα και βάζαμε μέσα σιτάρια, κριθάρια, σαν αποθήκη. Το κρατήσαμε αυτό, τ` άλλο το διαλύσαμε και το κάψαμε. Ήταν και παλιό. Αυτό το `χωμ` έτσι για ενθύμιο. 

Γ:  Και μαζευόντουσαν τα παιδιά ε; Και τους έπαιζε ο παππούς λύρα τώρα. 

Ψ: Απέναντι εκεί στο μύλο ήτανε μια οικογένεια επτά άτομα. Πέντε παιδιά, έξι παιδιά και δυο οχτώ.  Και κάνουμε κι άλλα δυο σπίτια καμιά δεκαπενταριά παιδιά. Εννιά εδώ ο μπάρμπας μου κι εμείς πέντε, δεκατρία, να πούμε δεκατέσσερα. Εδώ πάνω ήτανε δεκατρία και άλλα πέντε ο άλλος δίπλα ο Νικολάκης. Αφού σου λέω είμαστε πενήντα παιδιά.

Γ: Και τώρα κανείς.

Ψ: Και τώρα ένα γατάκι υπάρχει εδώ πέρα – δεν υπάρχει… Εγώ έρχομαι πότε πότε.

Γ: Αυτό. Και τι τραγούδια λέγανε; Τι τραγούδια τους έλεγε ο παππούς; […]

Ψ: Και πρώτα έβλεπες φτώχεια και γλέντια. Την Απόκρεα γινόταν την Τυρινή εδώ φερειπείν ο χορός και μαζευόταν όλο το νησί. Την Κρεατινή στο Μερσήνι. Την Τυρινή στην Καλοταρίτισσα και την πρώτη Κυριακήν, ας πούμε, κάτω στο χωριό, στο Σταυρό εκεί πέρα. Κάθε χρόνο μαζευόταν όλος ο κόσμος. Με τα ταγάρια τους, με μεζέδες, με μυστήρια, με αυτά, κρασιά τότες μπόλικα, πολλά κρασιά. Έκανε κρασιά στην Καλοταρίτισσα κάτω χιλιάδες οκάδες, τώρα δεν έχει ούτε σταφύλι να φάμε. 

Γ: Και χορεύανε.

Ψ: Και μεθιούσανε και κάναν και καυγάδες.

(γέλια)

Λέξεις-κλειδιά:
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ