Κλέφτες τα κάναν αυτά. Kαι κάνανε τα φαντάσματα και τους κλέβγαν τα κατσίκια
Περί ανεράδων και φαντασμάτων
Η: Ιστορίες για ανεράδες ξέρετε;
Κ: `Eν είχε μωρέ τέτοια πράγματα. Οι παλιοί μας ηφοβερίζαν και φοβούμαστε και μεις οι μικροί.
Η: Οι παλιοί τι λέγανε γι` αυτό;
Κ: Ήλεγαν πως τις ηβλέπανε, πως ηχορεύανε πως… Αλλά αυτά είναι όλα ψέματα. Ξέρεις κάτι επιτήδειοι, ηβγαίναν τη νύχτα… Στην Αμοργό τα βγάλαν τα πιο πολλά αυτά και ντύνουντον ετσι, για να κλέβγου` και ηβλέπαν όλοι οι άλλοι, ηκλειούντο μες στα σπίτια και κλέβγαν αυτοί. Κι εδώ, κι εδώ ήρχουντο και ηκάναν αυτή τη δουλειά και πηαίναν και κλέβγαν τα κατσίκια, τα παίρναν και φεύγαν. Όχι πως υπάρχαν ανεράδες και τέτοια, αυτά είναι ψέματα. Εγώ όλα τα χρόνια μες στις Αγριλιές έχω ξωμείνει δυο-τρεις βραδιές, μες στον Άσπρον Κάβο ήμουν όλη νύχτα με τα ψαρέματα, ποτέ δεν είδα τίποτα.
Καλ: Καμίνια να κάνουν κάρβουνα.
Κ: Κλέφτες τα κάναν αυτά. Κι εδώ ήρχουντον και κάνανε τα φαντάσματα και κλείουντον οι γέροι τότες οι παλιοί, όχι στον καιρό τον δικό μας, παλιοί, και πηαίναν και τους κλέβγαν τα κατσίκια. Όχι πως υπήρχαν, αυτά είναι παραμύθια.
Η: Αλλά τα πιστεύανε τότε.
Κ: Ε, τα πιστεύγαν γιατί τις είχανε… Ε κι εμείς οι μικροί ηπηαίναμε τότε στα σπίτια του Νικητιού, ηπηαίναμε, ήτον οι γέροι όλοι αυτοί και αρχίζανε, είδαμεν το ένα, είδαμεν το άλλο, όλο ψέματα. Εγώ γύριζα όλη νύχτα, όλη μέρα, δεν είδα ποτέ μου τίποτα. Τότες που ηπέθανε η συγχωρημένη η Τασία, σε δυο μέρες ήταν και το βαπόρι. Όλοι οι σκοτωμένοι εκεί, είχανε βγει απάνω στις Πλάκες κι ηπήαινα για μουγκριά τη νύχτα. Ηκάθομου ίσα με τις έντεκα, δώδεκα η ώρα και μετά ήρχουμου. Είχαμε έναν σκύλο και ησφύρουν από κει, για να περάσω το νεκροταφείον, ήτο δυο μέρες – τρεις η συγχωρημένη η Τασία πεθαμένη – να πώς γίνουντο τα φαντάσματα – και ήκουσα το σκύλο που γάβγισεν εδώ. Αυτός με επήρε χαμπάρι και όπως ηκατέβηκα στην άμμο πέρα στην Πέρα Πάντα, είχα τα παντζάκια μου απάνω για να μη βρέχουνται κει που ηκάθομου. Νιώθω ένα πράμα, απ! Και κολλά στο πόδι μου, κάνω έτσι, δεν ήβλεπα τίποτα, ήτο χαμηλά, αυτό ήπαιζε χάμου.
Καλ: Ο σκύλος.
Κ: Προχωρώ ακόμα πέντε-έξι βήματα, ήρτα εδώ κοντά στη μέση της άμμους, τσαπ! Κολλά πάλι στο πόδι μου. Γυρίζω, δε βλέπω τίποτα. Αυτός ήρχουντο και ημυρίζουντο κι ήπεφτε χάμω, ήτο και μικρό σκυλί άσπρο, ήτον ένα με την άμμο. Αφού ήρτα δα εκεί στο ρυάκα, ξαναγυρίζει και το `νιωθα καλά και κόλλησε και γυρίζω πίσω και βλέπω το σκύλο.
Μ: Φοβηθήκατε;
Κ: Στην αρχή να σου πω ηνετρίχιασα, έτσι την ώρα που… αυτό, και γύρισα και δεν είδα τίποτα. Η συγχωρεμένη, λέω, η Τασία είναι και ήρτεν και μ` έπιασε από το πόδι. Αλλά δεν… Να, έτσι γίνουντο τα φαντάσματα, οι παλιοί….
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Η φουβού. Το γάλα της μάνας. Η παρασκευή του καφέ.
Γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες.