Μαζεύαμε την αράχνη, την καίγαμε, τη λιώναμε με το λάδι και την βάλαμε άμα χτυπούσαμε

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Γητειές. Ξεμάτιασμα. Συνταγές πρακτικών φαρμάκων

Ε: Η συγχωρημένη η Αννιτσώ, […] ο Μαρινάκης, αυτοί ηξέρανε κι όταν σε ξεμάτιαζε, σε ξεμάτιαζε με την άκρια του φουτά σου. […] Με την άκρια του φουτά σου το ξεμιάτιαζε, λέει, ο συχωρημένος ο Μαρινάκης. Και ήξερε αν είναι άντρας ή γυναίκα, που σ` έχει ματιάσει. Για ζώο σου μάτιαζε, για τον ίδιο σε μάτιαζε, ήξερε τι είναι. Για ζώο, για γυναικα, για άντρας. Αλλά τι ελέγαν όμως δεν ξέρω. Τι ελέγανε δεν ξέρω. Κάνανε πολλά παλιά, ήτανε παλιοί κι ηκάμναν τον αγαθό, αλλά κάνανε πολλά. Κι αντρόγυνα, λέει, δένανε. Κάνανε πολλά παλιά. Μη νομίζεις επειδής ήτανε παλιοί, ξέρανε πολλά και κάνανε. Τότες γιατρούς, δεν υπήρχαν τότες γιατροί, τότες οι γιατροί ήτανε… ό,τι ήξερε. Άμα έβγαζες ένα σπυρί, ήτανε κάποιοι που ξέρανε και σου κάνανε κάποια γητειά, τα λέγανε τότες. Λέει το γήτεψα κι έγινε καλά. Το γήτεψα, λέει, κι έγινε καλά. Βγάλαν σπυριά, κάναν αλοιφές. Βάλανε διάφορα, βάλανε μαστίχι, βάζανε… Ύπαρχε ένα που το λέγανε καρδιοφύλλι κάποιο λουλούδι ήτανε, πράσινο φύλλο ήτανε που το λέγανε καρδιοφύλλι. Βάλανε τέτοιο, βάλανε ασκέλα, βγάλανε από κάτω το βορβό, το κοπανούσανε, τα `φταχνε, ηβάλανε λάδι, ξερω γω τι άλλα βάλανε μέσα. Η συχωρημένη τ` Ανιτσώ τα `φταχνε αυτά και αυτά ηφτιάχναμε και ηβάλαμε απάνω άμα βγάλαμε σπυρί. Μαζεύαμε τις αράχνες, άκου εσύ, μαζεύαμε την αράχνη, την καίγαμε στην φωτιά λίγο και τη λιώναμε με το λάδι και την βάλαμε άμα χτυπούσαμε. Όταν χτυπούσαμε φερειπεί` το χέρι μας, για το κόβαμε, για χτυπούσαμε με καμιά πέτρα, για κάτι να χτυπήσωμε, εβάλαμε αυτό απάνω να μας περάσει. Περνούσε, περνούσε.

Κ: Αυτό με το γόνατο με το κρεμμύδι το ξέρετε που λέγατε άμα χτυπήσεις κάπου γόνατο…

Ε: Άμα χτυπήσεις κοπανάς κρεμμύδια. Άμα πέσεις και χτυπήσεις κοπανάς κρεμμύδια και τα βάζεις επάνω… -ξξξξτ! Καλλιώ παιδί μου, διώξε το πετεινάρι, θα μου φάει τους βασιλικούς!- Ακόμα τώρα γίνεται αυτό, κοπανάμε κρεμμύδια και τα βάζουμε απάνω να περάσει. Εγώ δεν έχω βάλει κρεμμύδια ποτές μου, αλλά τα βάζουνε πολλοί.[…]

Η: Αράχνη έχετε βάλει όμως.

Ε: Αράχνη ναι. Κι υπήρχε κι ένα βότανο στη γη, που `τανε σα μανιτάρι, αλλά πολύ μικρούτσικο. Αυτό το `πιανες, το πίεζες κι έβγαλε από μέσα καπνό, μαύρο καπνό, και το βάζαμε και αυτό απάνω. Κι έκανε, λέει, κι αυτό καλό. Είχαμε τέτοια. Ηκάναμε και το άλλο άμα χτυπούσαμε -τωρα να βάλεις τέτοιο θα πάθεις και τέτανο- ηβάζαμε καβαλίνα από τα γαϊδούρια, στεγνή καβαλίνα. Άμα χτυπήσωμε και `τρεχε το αίμα και δεν σταματούσε, ήμαστε έξω, για χώμα ήθελε να βάλωμε, για καβαλίνα, για από τσιγάρο. Ανοίαμεν ένα τσιγάρο, εβάλαμε τον καπνό απάνω, να σταματήσει το αίμα. Αυτό κάναμε. Εγώ που `κοψα το χέρι μου αυτό και δε πως είναι, με το δραπάνι που θερίζαμε, […] μου το πήρε το δραπάνι έτσι κι ήμαστε στο Μοσχονά εθερίζαμε, και άνοιξε ο θείος -τότες κάπνιζε ο θείος μετά αρρώστησε, το παράτησε το τσιγάρο- και μου `βαλε απάνω καπνό και μου το `δεσε και μετά σαμάρωσε τη γαδάρα που είχαμε μια γαϊδούρα και με `φερε ο Βασίλης ο γιός μου. Έκατσα πάνω και ήρθα σπίτι γιατί… Αφού ηλιποθύμησα, κουρασμένη ας πούμε, μες στην ζέστη, και μου το πήρε έτσι. Και με το τσιγάρο σταμάτησε. Πώς να σταματήξει μες στο Μοσχονά το αίμα; Αυτά βάλαμε τότες, δεν υπήρχανε γιατρικά. Τίποτα, δεν πάθαινε κανένας τίποτα, όλα ηγίνουντο καλά, όλα, όλα. Τώρα όμως έχει αμολυνθεί η ατμόσφαιρα, τώρα δεν κάνουμε τέτοια πράγματα τίποτα.

Η: Αυτά τα φυτά που κάνατε τις αλοιφές υπάρχουν ακόμα; 

Ε: Η ασκέλα υπάρχει. […] Όχι η κρομμυδασκέλα. Η κρομμυδασκέλα πιάνει φαγούρα. Άλλη ασκέλα είναι αυτή. Αυτή που βάλει απάνω λέγουντο ασφοντύλοι, που λένε τα σφοντύλια. […] Άλλο η κρομμυδασκέλα, άλλο η ασκέλα. Αυτή από κάτω έχει πολλά βυζιά, σα γλυκοπατάτα είναι από κάτω, μικρούλια, ας πούμε, όπως τα δάχτυλα μου είναι από κάτω. Αυτά τα βγάζεις, τα καθαρίζεις, τα πλένεις και μετά τα κοπανάς και το ζουμί αυτό που βγάζει, αυτό το φτιάχνεις αλοιφή. Τώρα τι άλλο βάλανε μέσα δεν ξέρω, βάλανε σαπούνι, δεν ξέρω αν βάλανε και σαπούνι, καρδιοφύλλι, λάδι και κάτι άλλο πρέπει να βάζανε μέσα κι έκανε αλοιφή, ολόκληρα βάζα. Κι αυτό ηβάλαμε πάνω στην πληγή. Ό,τι είχαμε αυτό ηβάζαμε εκεί να γίνει καλά. […] Τα κάνανε κι άλλες γυναίκες, αλλά η Ανιτσώ ήτανε η τεχνήτρα, αυτή τα `φτιαχνε αυτά.

Η: Άντρες κάνανε τέτοια;

Σ: Ο Μαρινάκης. Παλιός, πολύ παλιός αυτός, αυτός έκανε τις γητειές αυτές που λέμε. Σε γήτευε, όπως ήταν το ξεμάτιασμα που λέμε, αυτό το λέγαμε τότες γήτεμα. Έπιανε το φουτά της γυναίκας -καλή ώρα το φουτά μου τώρα εμένα- και με τα καντούνια του φουτά έβρισκε, λέει, αν σ` έχει ματιάσει γιά άντρας, για γυναίκα, κι έλεγε τα λόγια. αλλά τι λόγια όμως έλεγε δεν ξέρω, δεν ξέρω τα λόγια. Κι άλλα έκανε αυτός, κι άλλα. Και σπυριά που βγάλαμε, κακά σπυριά τα λέγανε τότες, τα γήτευε και γινότανε καλά. 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ