«Θα πας», λέει, «στη Μέση Ανατολή να πολεμήσεις εναντίων των Γερμανών, θα ταλαιπωρηθείς» κι έτσι κάθησα

Μέση Ανατολή

Στ: Στη δε Ηρακλειά […] εκεί ήτανε λοιπόν Εγγλέζοι. Είχανε ασύρματο οι οποίοι επικοινωνούσανε και παίρνανε αθρώπους για τη Μέση Ανατολή. Ήταν να φύω κι εγώ, δε σου είπα; Και δε μ` άφησε να φύω η Καλλιόπη, η γιαγιά σου. Πήγε και κρεμάστηκε από πάνω μου, «πού πας;» μου λέει.  Ε, και με πήε πίσω στο δάσκαλο και μου λέει, «Πού πας; Πεινάς;» λέει. «Αυτοί», λέει, «που πάνε, δεν πάνε για ηρωισμό», μου λέει […]. «Είσαι 17 χρονώ παιδί, θα πας», λέει, «στη Μέση Ανατολή, να πας να πολεμήσεις εναντίων των Γερμανών, θα πάς με τους Εγγλέζους, θα ταλαιπωρηθείς» κι έτσι κάθησα. Φύανε πολλοί από δω, αλλά αυτοί πεινούσανε και φύανε, είχε πέσει πείνα εδώ. Το μόνο σπίτι το οποίο δεν πείνασε είμαστε εμείς, […] των δασκάλων και η γιαγιά σου. Οι άλλοι πεινούσανε, μας κλέβανε. Είχαμε εδώ, βάζαμε λάχανα, κουνουπίδια. Κάθε πρωί που ερχόμουνα εγώ, έλεγα «Μπαμπά πήρανε…» «Δε βαριέσαι,» λέει, «πεινάνε.» Έχουμε δεκαοχτώ χρόνια διαφορά με τη γιαγιά, μ` είχε μεγαλώσει και με πήγε τότε η συχωρεμένη στο προπάππου σου το δάσκαλο και τότε μου είπε την παροιμία […], μου λέει «πού πας;» Μου λέει. «Θα γίνεις ήρωας, θα πας στη Μέση Ανατολή; Αυτοί», λέει, «που πάνε, αυτοί πεινάνε. Εσύ, δοξα τω θεώ, έχουμε τα πάντα.» Και πράγματι στην Κατοχή δεν πεινάσαμε. Τα δύο σπίτια τα δικά μας και στην Καλοταρίτισσα.   

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ