Τότες ερχόταν ο Ιταλός, σου `λεγε, βάλε τα κατσίκια μες στη μάντρα και σου `λεγε, φέρε κείνο, φέρε αυτό
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Επίταξη επί Κατοχής.
Λάρα: Μας έχουνε πει για ένα Νικολάρα που ερχότανε.
Σταύρ: Α, ααα! Αυτός ήπαιρνε Ιταλούς από την Αμοργό κι ερχόταν απάνω κι ερχότανε δω στις μάντρες που `χαμε τα κατσίκια, τα πρόβατα…
Λευτ: Κι έπαιρνε τα πιο καλά.
Σταύρ: Τα μοσχάρια, τα γελάδια και μας έκαναν επίταξη.
Φανή: Στα δέκα ένα.
Σταύρ: Ποιο;
Φανή: Στα δέκα ηπαίρναν ένα. Ύστερι δεν ηχορταίναν, θε` τα δεκατίζαν στα εννιά…
Σταύρ: Ήταν συμμορία από τη Γιάλη, ήτανε τρία-τέσσερα άτομα κι είχαν, ας πούμε τους Ιταλούς για να τρώνε κι ερχόταν στα ερημονήσια.
Φανή: Ε, Λευτέρη, δεν ήτο μόνο ο Νικολάρας, ήτον κι ένας άλλος, πώς τον ελέαν εκείνο;
Σταύρ: Ήταν ο Στέφανος…
Φανή: Ο Χόχλακας.
Ηλ: Αμοργιανοί;
Λευτ: Ναι.
Σταύρ: Είχαμε, είχαμε τριάντα, σαράντα κεφάλια κατσίκια, πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, τι κάναμε; Παίρναμε τα μισά κατσίκια, όταν ηξέραμε, ότι θε` να `ρτουν αυτοί να μας κάνουν…
Φανή: Μας ειδοποιούσαν από τον Κάμπο.
Σταύρ: Ναι, και πηγαίναμε, ας πούμε, τα μισά μας ζώα, τα κρύβαμε σε σπηλιές, σε σπηλιές και `φήναμε, ας πούμε, κάτι λίγα. Όταν λοιπόν ερχόταν, ας πούμε η επίταξη, ο Ιταλός μ` αυτούς και βρίσκαν λίγα, ξέρω γω τι `χαμε λίγα ζώα, μας επαίρνα` λίγα. Όταν λοιπόν, όταν είχε, όταν εβλέπανε ολόκληρο το μαντρί ογδόντα, εβδομήντα κεφάλια… Αλλά εμείς τα κρύβαμε.
Λάρα: Πώς ειδοποιούσαν απ` τον Κάμπο;
Λευτ: Με το που βλέπανε… Καταρχήν είχε πολλούς ανθρώπους τότε.
Φανή: Ειδοποιούσανε, ότι ήρτανε για επίταξη.
Λάρα: Ναι, πώς προλαβαίναν, λέω, απ` τον Κάμπο;
Λευτ: Είχε πολλούς ανθρώπους εδώ, κάποιος θα `ρχόταν μέσα να το `λεγε.
Φανή: Ειδοποιούσανε, λέει, «Ήρτανε από τη Γιάλη για επίταξη» για επίταξη. Και σε παράμερα, φερ` ειπείς να δείκουμεν τριάντα κεφάλια, τα άλλα τριάντα; Θα τα κρύψωμε.
Σταύρ: Όταν ερχόταν η επίταξη και σου `βρισκε μες στη μάντρα εξήντα, εβδομήντα κεφάλια κατσίκια, θα σου `παιρνε πολλά.
Φανή: Αφού σου λέω, ότι στα δέκα έπαιρνε ένα.
Σταύρ: Όταν λοιπόν ερχόταν κι έβρισκε λίγα, σου `παιρνε λίγα. Αλλά εμείς τα κρύβαμε στις σπηλιές.
Λάρα: Το ξέραν όμως αυτό.
Σταύρ: Όχι δεν το ξέρανε.
Φανή: Άμα το ξέρανε, θε να πάμε από τουφέκι.
Σταύρ: Ναι.
Λάρα: Το φανταζόντουσαν, αλλά δεν ξέραν που είναι.
Φανή: Όχι.
Σταύρ: Εκτός μονάχα από προδοσία.
Φανή: Να προδώσουνε.
Σταύρ: Εκτός μονάχα από προδοσία.
Φανή: Άμα γίνουντον τέτοια, ουαί κι αλίμονό μας.
Λευτ: Σε τουφεκίζαν μετά.
Σταύρ: Η προδοσία είν` η μεγαλύτερη καταστροφή. Τότες ερχόταν ο Ιταλός, σου `λεγε, βάλε τα κατσίκια μες στη μάντρα. Ο Ιταλός έμπαινε μες στην πόρτα, ερχότανε μπρος στην πόρτα εφ` όπλου λόγχη και σου `λεγε, φέρε κείνο, φέρε αυτό. Να, να μην… ότι σας λέω ψέματα. Εγώ τα `ζησα. Φέρε κείνο, φέρε κείνο.
Φανή: Θε να τα μετρήσει…
Σταύρ: Εσύ να μιλήσεις, εχτύπα την αρβύλα κάτω, αθρώποι ξέρω γω, παλιοί αθρώποι ξέρω γω. Χτύπαγε την αρβύλα κάτω και σου… Είχαμε τις γελάδες το ζευγάρι κι αυτοί, ας πούμε, είχανε μοσχάρια. Κι ερχόνταν εδώ πέρα στο, στον κέντρο εδώ πέρα σ` ένα κέδρο και φωνάζανε, «Φέρτε τις γελάδες.» Εμείς τα μοσχά… τα, τα, τα μικρά τα `χαμε κρυμμένα. «Φέρτε τις γελάδες να δούμε, έχουνε…»
Φανή: «Να δούμε τις μαστούς τως!»
Σταύρ: Ναι. Σου λέει, άμα έχει γάλα η γελάδα, έχει μοσχάρι. Αυτός το `χει κρυμμένο, πού το `χει κρυμμένο; Τότες μυαλά!
Φανή: Ήτον απάνω στου γερ` Αντώνη, είχεν ο γερ` Αντώνης αελιές1, είχεν τρεις και παίρνει τη μια και την πάει στον Τρούλο, που `χαν κι εκείνοι μιαν αελιά, να τις κάμουνε ζευγάρι, να τα δουν, να μην τις χαλάσουν. Και λέει, ήτον η Βαρβάρα… Άλλος δαίμονας! «Φέρτε τις γελάδες, να δούμε τις μαστούς τως!»
Λάρα: Αυτή ήταν από δω;
Σταύρ: Ήταν δασκάλα εδώ.
Φανή: Ήτον δασκάλα εδώ. […]
Λάρα: Και δούλεψε με τους Ιταλούς; Καλά μετά, μετά την Απελευθέρωση αυτήν δεν την…
Φανή: Τι να κάνεις, παιδί μου;
Λευτ: Κοιμόντουσαν ο κόσμος, κοιμότανε.
Φανή: Τι να κάμεις;
Σταύρ: Τι να πας να… Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ. Αυτό που λες δεν έχει ουσία. Δε μου λες σε παρακαλώ, να πας να κάμεις φονικό. […] Μετά τι ήταν η ζωή σου;
Φανή: Όχι.
Λάρα: Να τη διώξουν από δω λέω.
Σταύρ: Πού να την πάνε; […] Εαν δηλαδή αυτός τότες, σ` εκείνη την… […] μου `χε πάρει την κατσίκα, μου `χε πάρει τον τράγο μου το δαμάλι μου […] μετά εγώ ως αντίποινα να παω να τον εσκοτώσω, θες να πα` να ψοφήσω μες στη φυλακή; […]
Λευτ: Ο Νικολάρας ήταν μεγάλος απατεώνας. Καταρχήν ο Νικολάρας πλούτισε έτσι, έκανε λεφτά. […] Είχανε το Νικολάρα κι ερχόταν εδώ οι Δονουσιώτες, γιατί ήταν χαζοί τελείως, τους έπαιρνε τα μοσχάρια, τα κατσίκια με τους Ιταλούς με τσαμπουκά και μετά ερχότανε και το `παιζε κι ευεργέτης. Αυτό. Αλλά ήταν η ανάγκη, δηλαδή ήθελες ζάχαρη, ήθελες καφέ, ήθελες πετρέλαιο να σου στείλει, σου `λεγε «Δεν πειράζει, πλήρωσέ τα όποτε έχεις.»
Σταύρ: Ανέχεια, πείνα. Αφού πεινάς, σε παρακαλώ και δεν έχεις να πλερώσεις και σου λέει ο άλλος πάρε, εσύ τι θα κάμεις;
Λάρα: Μετά όμως δεν πεινά… Πεινάσατε μετά; […] Μετά τον πόλεμο δεν είχε ο κόσμος εδώ να ζήσει;
Σταύρ: Όχι, δεν είχαμε ύστερις. Αφού, ας πούμε, αυτός ήτονε έμπορος χοντρέ… χοντρός έμπορος κι έχει, ας πούμε… ήτανε ζωέμπορος κι έφερνε, ας πούμε, πράματα. Ήξερε, ότι εγώ έχω μοσχά… έχω γελάδια, θα κάμω μοσχάρια, θα κάμω, με συχωρείς, χοιρινό, χοίρο, θα κάμω ρίφια, ξέρω γω και πάρε, πάρε, πάρε. Λάδια, αλεύρι, ό,τι θέλεις. Και μετά ερχόταν και σου `λεγε, ας πούμε, ότι να του δώσω το χοιρινό μου, να του δώσω το μοσκάρι μου, να πληρώσω τα αυτά. Δεν υπάρχουν λεφτά, δεν υπήρχαν λεφτά, να πας, να πας ντάκου ντούκου. Έτσι είναι.
- αγελάδες
*Ο Λευτέρης είναι γιος του κουνιάδου της Φανής Πρασίνου, Σταύρου Πράσινου. Ο Σταύρος Πράσινος και ο γιος του Λευτέρης μένουν στο Μερσήνι και βρέθηκαν τυχαία στο σπίτι της Φανής Πρασίνου χωρίς να γνωρίζουν ότι είχαμε πάει και εμείς.
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Παλιές ιστορίες για πειρατές και κλέφτες. Η σπηλιά του Πονήρη, ζωοκλοπές, τα βασιλικά, οι Γαϊδουροσπηλιές.
Η ζωή και οι δουλειές στη Μεσαριά. Ζευγάρισμα χωραφιών και μελίσσια.