Πηγαίναμε σαν παιδιά από περιέργεια και μπαίναμε μέσα… Ήταν βαθιές οι γαλαρίες
Μεροκάματα στα μεταλλεία
H: Εσείς τα μεταλλεία τα θυμάστε;
Ελ: Ναι ήμουνα παιδάκι, πολύ μικρή ήμουνα. Τα θυμάμαι τα βαγόνια που πηγαίναμε και βγαίναμε απάνω.
Η: Δουλεύανε δηλαδή όταν ήσασταν μικρή;
Ελ: Ναι, δουλεύανε, δουλεύανε. Αυτό που βγάζανε, πηγαίνανε και το ρίχνανε εκεί στο Σιδεροκάμινο, που λέμε. Εκεί πηγαίναν και τ` αδειάζανε. Ερχότανε κάποιο κάραβι κι άραζε εκεί κι από κει το φορτώνανε. Είχανε κάνει μια τσουλήθρα έτσι και πήγαινε κατευθείαν μέσα στο καράβι. Και το βαγονάκι εγώ το θυμάμαι από μέσα από τις γαλαρίες, και πέρναγε από του παππού τα χωράφια. Ακόμα φαίνεται η γραμμή. Και πηγαίναμε εμείς τα πιτσιρίκια, κατεβαίναμε που `χανε σχολάσει πια οι εργάτες και βρίσκαμε τα βαγονάκια και βγαίναμεν απάνω, τα σπρώχναν οι άλλοι για να παίζουμε.
H: Οι εργάτες ήτανε Δονουσιώτες;
Ελ: Ναι, ναι, όλοι από τη Δονούσα ήτανε. Οι προϊσταμένοι ήταν από την Αθήνα… τώρα πώς τις λέγανε δε θυμάμαι, πώς τις λέγανε. Τις λέγαν οι γονείς μας, πώς τους λέγανε αλλά δε θυμάμαι. Ένας λεγότανε Κώστας, Κώστας λεγότανε, μα το επίθετό του δεν μπορώ να σκεφτώ. Μάλιστα είχε γίνει ένα περιστατικό με κείνον. Είχε χηρέψει η Μαυροειδή, της Ευγενίας η μάνα, είχε χηρέψει τον πρώτο της άντρα που `χε πάρει και ήταν πολύ ωραία κοπέλα τότε που πέθανεν ο άντρας της, ήτανε πάρα πολύ ωραία και αυτός την ήθελε, αλλά αυτή δεν ήθελε να κάνει τέτοια. Είχεν ένα αγόρι με κείνον τον άντρα, αλλά κείνο πέθανε. Κοιμότανε με μια θεία… Μαρία, της Σταυρούλας και του παππού του Ηλία αδερφή ήτανε, και ήτανε φυματικιά, και το παιδί κοιμότανε μαζί της, το `χε παρέα και το κόλλησε. Τότες έβραζε η φυματίωση. Ώστε να την πάρουνε χαμπάρι, ότι εκείνη είναι φυματικιά… και κόλλησε το αγοράκι και πέθανε. Το θυμάμαι εγώ το αγοράκι, το θυμάμαι λίγο που πήγαινε στο σχολείο, ήταν ένα ωραίο αγοράκι… Λοιπόν, και πήε λοιπόν τη νύχτα και της εχτύπησεν αυτός, και λέει, «Ποιος είναι;» Λέει, «Καλλιόπη εγώ είμαι.» Λέει, «Ποιος;» Λέει, «Άνοιξε θα με δεις.» Εκείνη καμώθη πως ήτανε μέσα ο παππούς ο Ηλίας, ο αδελφός της, και δε σηκώθηκε ν` ανοίξει, μόνο φώναξε δυνατά, «Ηλία, για σήκω να δεις, ποιος είναι που χτυπά την πόρτα;» Ακούει αυτός μέσα, «Ηλία σήκω να δεις ποιος είναι που χτυπάει την πόρτα», έγινε λαγός, έφυγε. Αυτά, ας πούμε, θυμάμαι από τους γονείς μου, που λέγανε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτόν θυμάμαι στο μεταλλείο, ήτανε επιστάτης του μεταλλείου, αυτόν τον Κώστα. […]
H: Υπάρχει τώρα κάποιος που να δούλευε στα μεταλλεία που είναι εδώ πέρα στο νησί;
Ελ: Μπα, δεν υπάρχει κανένας, δεν υπάρχει κανένας. Τότε που δουλεύαν τα μεταλλεία, εγώ ήμουνα παιδάκι και όλοι αυτοί που δουλεύανε ήτανε μεγάλοι, έχουνε φύγει όλοι. Το μόνο που θυμάμαι, θυμάμαι που μετά βγάζανε μια άσπρη πέτρα, τον άτσαχα που λέμε, και εκείνο το δουλεύανε πίσω στην Καλοταρίτισσα κοντά. Τώρα εκείνο πώς το κουβαλάγανε, δε θυμάμαι. Και δούλευε κι ο πατέρας μου, όπου βρίσκανε μεροκάματα οι άντρες τότε του νησιού όλοι, πηγαίνανε και εδούλευε. Και αφού ακούγαμε λοιπό πως μαζεύανε άτσαχα, είχαμε λοιπό καλαθάκια κι άμα ανεβαίναμε από τον Κάμπο σκορπούσαμε στο δρόμο και τα γεμίζαμε τα καλαθάκια μας άσπρη πέτρα, πως θα την πουλήσωμε κι εμείς. (γέλια) Πως θα πουλήσωμε την άσπρη πέτρα. Αλλά από αυτούς δε ζει κανένας, κανένας, κανένας.
Κ: Θυμάστε πότε κλείσαν τα μεταλλεία και πώς είχανε κλείσει;
Ελ: Α, και να θυμάμαι ποια χρονολογία, είναι… Πριν τον πόλεμο πάντως ηκλείσανε. Με τον πόλεμο κλείσανε, το `40 κλείσανε, γιατί, σου λέω, ήτανε οι Βαλάτουδες που ήταν εδώ που δουλεύανε -να τώρα σκέφτηκα πως ήταν κι οι Βαλάτουδες στα μεταλλεία- και τότε κηρύχτηκεν ο πόλεμος.
Κ: Λόγω του πολέμου κλείσανε ή δεν είχε πια να βγάλει από μέσα;
Ελ: Λόγω του πολέμου κλείσανε. Τώρα είχεν δεν είχεν, δε θα `χε πια πολύ γιατί τα `χανε εξαντλήσει πια, λίγο πράγμα βγάζανε.
Η: Από πότε λειτουργούσαν αυτά; Πότε ξεκίνησαν;
Ελ: Δεν ξέρω από πότε ξεκινήσανε τα μεταλλεία, πάντως εγώ σαν παιδάκι που γνώρισα, οι γαλαρίες ήτανε βαθιές, πηγαίναν πια… Δούλευεν ο πατέρας μου και πηγαίναμε σαν παιδιά από περιέργεια, όταν φεύγαμε από το σχολείο. Παίρναμε το δρόμο απ` την Παναγία και πηγαίναμε μέσα κει και μπαίναμε μέσα, για να δούμε… Ήταν βαθιές οι γαλαρίες, πηγαίνες μέσα-μέσα τότε. Ήτανε καθαρό, γιατί το καθαρίζαν για να βγάζουν το υλικό. Κανένας δεν υπάρχει που να δούλεψε στα μεταλλεία τότε. Όλοι ήτανε μεγάλοι άνθρωποι, εγώ ήμουνα παιδάκι. Αυτοί που δουλεύανε πριν το `40, το `35 φερ`ειπείν, το `35 δουλεύανε, δε ζει κανένας, δε ζει κανένας, όλοι έχουνε…
Η: Και περάσαν όλοι από τα μεταλλεία;
Ελ: Οι άντρες του νησιού βέβαια, όλοι. Κι απ` την Καλοταρίτισσα ερχότανε κι απ` τον Κάμπο, όσοι άντρες ήτανε τότε υπήρχανε, ερχότανε κι από δω απ` το Μερσήνι, απ` τη Μεσαριά, όλοι. Όλοι δουλεύαν στα μεταλλεία, γιατί… Οι Μυλωνάδες οι δυο δεν ξέρω αν πηγαίνανε, επειδή είχαν το μύλο. Αυτοί δεν ξέρω αν δουλεύανε, αλλιώς οι υπόλοιποι όλοι δουλεύανε.
Οι Δονουσώτες οι πιο πολλοί πηγαίνανε στις Μάκαρες τότε που βγάζαν την πλάκα
Τα μεταλλεία των Μακάρων και οι πλάκες Μακάρων
Ελ: Οι Δονουσώτες οι πιο πολλοί πηγαίνανε στις Μάκαρες τότε που βγάζαν την πλάκα. Ήταν ο Αριστείδης τότε εκεί προϊστάμενος, απ` την Αθήνα βέβαια, και ένας άλλος που τον λέγανε Θηραίο στο επίθετο, ήταν τ` αφεντικό στις Μάκαρες. Κι ερχόταν και από τα Κουφονήσια. Απ` τα Κουφονήσια είχε και στις Μάκαρες εργάτες, αλλά κι οι Δονουσώτες πηγαίναν οι πιο πολλοί.
Η: Και βγάζανε πλάκα από τις Μάκαρες;
Ελ: Πλάκα, ναι, πλάκα. Όχι βέβαια, δεν ήτανε καλή πλάκα, γι` αυτό και τη σταματήσανε, δεν την εξαναδουλέψανε. Δεν είχε πολύ πέραση, ήταν μαλακιά, πολύ μαλακιά ήτανε. […] Εμάς η αυλή μας πριν, η παλιά αυλή, ήτανε γύρω-γύρω όλη με πλάκα αυτή των Μακάρων. Πέρα στης πεθεράς μου εκεί απ` έξω νομίζω πως υπήρχεν ακόμα καμιά. […] Εμάς από την αυλή την επήραν, άμα φύγαμε εμείς από δω το `62 που έφυγα γω. Η αυλή μου, όλος ο τοίχος γύρω-γύρω ήταν με αυτές τις πλάκες στρωμένη. Τις επήραν και τις εκάνανε… Καλοταριανοί μου `πανε ότι τις επήρανε και τις εκάνανε κουλούρες. Κάνανε τρύπα στη μέση και την κάνανε κουλούρα για το παραγάδι. Άμα τους έμπλεκε το παραγάδι, βάζαν αυτό πάνω σε χοντρή πετονιά και το σύρνανε και το ξέμπλεκε το βάρος εκείνο, το τράβαγε και το ξέμπλεκε το παραγάδι, έκοβε τ` αγκίστρια δηλαδή. Και τις είχανε πάρει όλες από δω.
Στα Χτένια με κουπιά και από εκεί Μουτσούνα. Παλιός τρόπος ψαρέματος καλαμαριών.
Ψάρεμα με τη βάρκα που τη λέγαν Σούβλα
Παλιός τρόπος ψαρέματος για αστακούς και σκάρους