Ο καφενές είχε πιοτά μέσα, καφέδες, κίτρο, μέντα, ούζο βέβαια και κρασάκι, και κει γινόταν τα γλέντια. Χορεύαν, τραγουδούσαν
Λεφτά στους οργανοπαίχτες για να χορέψεις. Γλέντια στον καφενέ
Η: Είχανε και στίχους δικούς τους;
Ν: Ταιριάζανε ναι, ταιριάζουνε τραγούδια. Άμα χορεύεις, ξέρουνε ποιος είσαι, τι είσαι, σου ταιριάζαν ένα τραγούδι και κείνη την ώρα ρίχνεις και λεφτά στους χορούς που κάναμε. Στον καφενέ όταν ήμουνα μικρός. Εκεί παίζανε τις γιορτές και το λέγαμε καφενέ. Ήταν του συχωρεμένου του Συμιακού εκεί ο καφενές. Ξέρεις πού είναι ο καφενές; Αυτό πρέπει να το δεις, αυτό έχει ιστορία, ο καφενές. Εκεί μέσα παίζανε, χορεύανε.
Η: Κι ο καφενές τι ήτανε δηλαδή, ποιος τον είχε;
Ν: Καφενείο. Ο Μπαρμπα-Λιας. Ο Γραμματικός τον είχε; Ο Μπαρμπα-Λιας τον είχε; Ήταν του Συμιακού και το `δωσε στα παιδιά του […] και το `χανε καφενείο, το λέγανε καφενέ. Είχε πιοτά μέσα, καφέδες, κίτρο, μέντα, εκείνα ήταν τα πιοτά μας τότες. Κίτρο, μέντα, κάτι άλλα, ούζο βέβαια κι αυτά, κρασάκι, και κει γινόταν τα γλέντια. Χορεύαν, τραγουδούσαν.
Η: Και τους πληρώνατε τους οργανοπαίχτες;
Ν: Ναι, όταν βγήκες να σηκωθείς να χορέψεις, να κάνεις έναν κάβο παράγγειλες το τραγούδι και λες «Παίξε μου τον πολίτικο.» Ωπ! Σήκωνες απάνω και στο `λεγε. «Παίξε μου ένα συλιβριανό, παίξε μου έναν μπάλο», για σένα που παράγγειλες, ήταν παραγγελία δικιά σου και όποιους ήθελες σήκωνες εσύ που ήσουνα μπροστά, κι έβαζες και το χέρι στην τσέπη κι έριχνες, κι όσον έριχνες τόσο σου παίζανε, και σου βγάζαν τραγούδια. Άμα σταμάταγες να ρίχνεις, είπαν τα τραγουδάκια σου, κάτσε κάτω, άλλος τώρα.
Και μας έφερε κάτω στου Νικήτα την αυλή και αρχίζει άλλο πανηγύρι
Το γλέντι στο Λούρο και η πλάκα με το Ταχυδρομικό
N: Kάποιες άλλες φορές βρεθήκαμε μέχρι το Λούρο του Γραμματικού που έχει ένα σπιτάκι κι είχε το κρασί του, μέχρι εκεί καταλήξαμε και κάναμε γλέντι με μπουζουκάκι του Γιαννάκη, τραγούδια. Εντάξει τα θέλαμε αυτά και με την ευκαιρία αυτή μια μέρα είχαμε ένα μουγγρί και το ΄χε ο Γραμματικός, θα το ΄χε το μουγγρί, πού βρέθηκε το μουγγρί αυτοί. Λέω έχω ένα μουγγρί να βράσουμε, που θα πάμε να το φάμε. Και ήταν εδώ δυο μαστόροι Γιαλίτες χτίζανε κάτι εδώ, το φούρνο χτίζανε κάτι χτίζανε, ο Ντίνος και ο Γρηγόρης κι ένας άλλος και φεύγουμε από το γραφείο που αρχίσαν με το Γιαννάκη και παίζαν μπουζουκι οι δυο μας οι τρεις μας κι ο Γραμματικός, βρεθήκαμε στο Λούρο. Πάμε στο Λούρο, κρασί, κάτσαμε εκεί, παίζαμε, τραγουδούσαμε, πήγε απόγευμα. Ο συχωρεμένος ο πατέρας μου μας είχε χάσει. Λέει, πού να ΄ναι αυτοί, πού να ΄ναι αυτοί. Μας ακούει που γλεντούσαμε απάνω στο χωράφι. Εκείνη την ημέρα είχε ταχυδρομικό να έρθει, Σκοπελίτης παλιός Σκοπελίτης τώρα, δεν ξέρω Μαριάννα ήτανε κάτι τέτοιο. Προβέλει εκεί στο… Κοντά εκεί στην απάνω γειτονιά, στου Γραμματικού κοντά και φωνάζει “Το ταχυδρομικό, το ταχυδρομικό”. Λέμε ταχυδρομικό τέτοια ώρα, αφού έρχεται 5, 6 ‘ωρα τ απόγευμα 7, τρεις η ώρα ταχυδρομικό; Βγαίνουμε όλοι όξω. “Από πού”; Έρχεται, λέει, από Σωβράνο1, από πάνω από τη Νάξο, δεν έρχεται από κάτω. Λέμε κι εμείς το πιστέψαμε. Τα μαζεύωμε κι ερχόμαστε κάτω στου Τσίφτη την αυλή, στου Νικήτα. Μας έκανε πλάκα ο συχωρεμένος, γιατί να γλεντάτε μόνοι σας εκεί πάνω και μας έφερε κάτω στου Νικήτα και αρχίζει άλλο πανηγύρι, γλέντι μες στου Νικήτα την αυλή. Αυτά ήτανε που ξεδίναμε και αυτά και περνούσαμε καλά.
- Τα βορεινά του νησιού, παραφθορά του ναυτικού όρου “σοφράνο” που σημαίνει προσήνεμη πλευρά
Οι γάμοι στα παλιά χρόνια. Το γλέντι γάμου του Βαγγελιού.
Στα Χτένια με κουπιά και από εκεί Μουτσούνα. Παλιός τρόπος ψαρέματος καλαμαριών.
Ψάρεμα με τη βάρκα που τη λέγαν Σούβλα
Παλιός τρόπος ψαρέματος για αστακούς και σκάρους