Εγώ θυμάμαι ανθρώπους που φέρνανε ένα αυγό στην εκκλησία, ν’ ανάψουνε κερί
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Ανταλλαγές σε είδος
Δημ: Ο πατέρας μου ήτανε χτίστης, ήτανε γεωργός, ήτανε κουρέας, έκανε τα πάντα. Και τότες γινότανε ανταλλαγές οι δουλειές. Ερχόσουνα εσύ να μου κάνεις, να μου ζευγαρίσεις, να μου σκάψεις τ` αμπέλι, ερχόμουν εγώ να σου χτίσω το σπίτι ή να `ρτω να σου ανταλλάξω… Έτσι γινότανε οι δουλειές δηλαδή. Είπαμε χρήματα δεν υπήρχαν τότες, πολλά χρήματα. Δηλαδή ερχόταν να κουρέψουνε, ας πούμε, άλλος να του `φερνε ένα μπουκάλι κρασί, άλλος μπορεί να του `φερνε κάτι. Αν είχαν λεφτά του δίνανε. Εγώ θυμάμαι ανθρώπους που φέρνανε ένα αυγό στην εκκλησία, ν` ανάψουνε κερί. Βάζαν ένα αυγό απάνω στο παγκάρι, για ν` ανάψουνε κερί.
Εύθυμες και πένθιμες ρίμες. Το ποίημα της Αγίας Σοφίας. Στίχοι από παλιά κάλαντα
Η ζωή και οι δουλειές στη Μεσαριά. Ζευγάρισμα χωραφιών και μελίσσια.
Γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες.
Κρασιά, αμπέλια & κλαδέματα