Εκεί τώρα τα φυλάουνε τα αρχαία αυτά. Τα μαζέψασιν όλα και τα πάνε εκεί και τα κολλήσανε
Τα «κουκλάκια» και τα αρχαία που έβρισκαν στα χωράφια
Κ: Για τις δουλειές που είπατε τώρα στα αρχαία, είχαν ασχοληθεί όλοι εδώ; Πώς είχε γίνει; Πώς τα `χανε βρει… πήρανε εργάτες από τα χωριά; Πώς είχε γίνει;
Σ: […] Ήρτε να πούμε τώρα, `εν ηξέρω, μηχανικός ήρτε; Και κοίταξε να πούμε τα μέρη αυτά και θα `βρεν κάτι εκεί; Είπανε ότι βρήκανε κάποια κούκλα, να πούμε, ηβρήκανε εκεί κι από κει λοιπό ηβάλανε πια να πούμε και ήρτανε και… Ε, βρήκανε πολλά, βρήκανε πολλά. Τώρα αυτά τα φυλάουνε.
Κ: Κι από δω είχανε φύγει άνθρωποι και δούλευαν εκεί;
Σ: Αμέ, όλον το νησίν ηδούλευγε, δεν υπάρχαν βλέπεις δουλειές και ηναγκάζουντον ο κόσμος και πάαινε.
Κ: Εκεί τι κάνανε; Σκάψιμο;
Σ: Ε, σκάβγανε να πούμε […]. Μάλιστα ηβρήκανε νομίζω μία μάνα και είχεν το παιδί μες στην αγκάλην της, μες στην αγκάλην της και ήτον τα οστά του παιδιού, το κεφαλάκι και της μάνας. Τον καιρό που γίνηκεν ο σεισμός. Εκεί σου λέει πρώτα τον παλαιό καιρό, εκεί σου λέει, ήτον η πρωτεύουσα, εκεί και με τους σεισμούς… Αφού σου λένε ότι οι Μάκαρες κι η Ντονούσα ήτον το ένα κι χωρίσανε. Καλοταρίτισσα, το Σκουλονήσι αυτά όλα…
Η: Θεία αυτά τα αρχαία με εκείνη τη γυναίκα με το μωρό πού ήτανε;
Σ: Αυτοί ήτανε, να πούμε, κάτοικοι να πούμεν εκεί και με το σεισμόν που ηγίνηκε είχεν… κουλουγύρισεν να πούμε και μείναν εκεί.
Η: Και πού βρέθηκε αυτό; Σε πιο μέρος στη Δονούσα;
Σ: Εκεί κάτω να πούμε ήτονε, εκείνον όλο εκείνο ήτονε πρώτα να πούμε όπως στον Κάμπο, την Καλοταρίτισσα έτσι ήτον και κει. Και με το πανωγύρισμα, τις ηπανωγύρισε και βρήκανε πολλά, να πούμεν, εκεί.
Κ: Εκεί στο Βαθύ Λιμενάρι λέτε τώρα; Σε αυτό το σημείο;
Σ: Ναι, ναι. Εκεί τώρα τα φυλάουνε τα αρχαία αυτά. Τα μαζέψασιν όλα και τα πάνε να πούμε εκεί και τα κολλήσανε, βρήκανε να πούμε αρχαία κουρούπια, πολλά εβρήκανε.
Κ: Πού τα πήγαν τα… ;
Σ: Αυτά τα πηαίνουν εκεί στο… πώς λέγεται αυτό δα; Που παν και πηαίνουν και τα βλέπουνε;
Κ: Στο μουσείο. […]
Σ: Στο μουσείον εκεί. Εκεί τα πηαίναν, τα νεώσασι να πούμε, που `τανε πετρωμένα και σπάσανε, διάφορα. Παλαιά πράματα αυτά, σου λέω, από τα χρόνια σου λέει εκείνα. Και γι` αυτόν τον λόγο τώρα ηβάλανε τώρα και φύλακα και φυλάει. Γιάντα τώρα θα πελεμήσεις οικόπεδο για να χτίσεις, πρέπει να `ρθουσι να κοιτάζουνε. […] Και σου λένε πρώτα, τον παλαιόν καιρό να πούμε, ε τον παλαιόν καιρό… Εκεί που `τον πέρα οι κάτοικοι που ζευγαρίζαν ακόμα τώρα να πούμε, του Νικήτα, να πούμε, του Τσίφτη ο πατέρας, τα αδέρφια να πούμε που ηκάνανε ζευγάρι, βρίσκανε, λέει, τις κούκλες εκεί που κάνανε ζευγάρι και τα δίναν των παιδιώ και παίζανε. Δεν το ξέραν, να πούμε, πως ήταν τέτοια, κατάλαβες; […] Ενώ όμως σήμερι άμα τα βρίκεις αυτά, έχουν μεγάλην αξία, μεγάλην αξία. Ο παππούς σου μια φορά κάτω στο Λιβάδι […] ήτανε κάτι κάτι σταύλοι, τα `χα κι εγώ ακουστά […], ήβρε, λέει, δυο τσουκάλια. […] Και ήτο γεμάτο το ένα κάρβουνο και τ` άλλο καραβόλους. Δεν ήτο της τύχης του. Λέει, λοιπόν, «Τέτοια τύχη», λέει, «είσαι;» Με συχωρείτε και κατουρεί μέσα. «Να», λέει, «τέτοια είσαι η τύχις μου;» Άλλη φορά πάλι η νανά μου τα `χε βρει σκαμμένα πέρα εκεί στις όχτους, εκεί που `τον τα σπίτια τα παλιά, να πούμε, από κάτω στο πλευρόν εκεί ήβρεν κι εκείνη ένα τσουκάλι καραβόλους. Δεν ήτον της τύχης της κι εκείνης. Εάν ήτον άλλος κι ήταν της τύχης του […]. Αυτά τα στοιχειώνουνε, αυτά τα στοιχειώνουνε.. Αν πας τώρα λένε λόγια. Εάν είναι, να πούμε, πει για σε σκοινί, για ξέρω γω, γίνεται σκοινί. Λέει δέναν σκοινίν εκεί, εκεί γίνουνται λεφτά. Μας έλεεν ο πατέρας μου μια φορά, που ήτανε, λέει, στην Αμοργό νομίζω… Ήτο, λέει, ένας και τα `βρε, δεν ήτον όμως λεφτά. Είχε, λέει ένα φίλο και του λέει, «Βρε φίλε, πάμε στο τάδε μέρος;» «Ίντα πά` να κάνουμε;» «Πάμε έτσι για περίπατο.» Ε, αφού πήασι λοιπό, […] ήβρε ένα σκοινί εκεί και το σκοινί γίνουντο λεφτά. Του λέει, «Γι` αυτό βρε σε `θελα. Δεν ήτον», λέει, «εμένα της τύχης μου, γι `αυτό σε `θελα, αν εσένα ήτον της τύχης σου, να τα βρούμε.» Κατάλαβες τι γίνεται;
Η φουβού. Το γάλα της μάνας. Η παρασκευή του καφέ.
Πώς φτιάχνανε τα κάρβουνα
Η πρώτη επαφή των αρχαιολόγων με το Βαθύ Λιμενάρι. Η συγκίνηση των αρχαιολόγων
Εργάτης στην ανασκαφή. Το νερό από την πηγή του Μερσηνιού.