Η ρακή πρέπει να κατεβαίνει όπως είν΄ η καρουλοκλωστή
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Η σωστή φωτιά για τη ρακή
Στάυρ: Της τσικουδιάς το καζάνι άμα το ‘χεις με ξύλα, εμείς είμαστε με τη θειά, είμαστε συνεργάτες, συνεργαζόμαστε, πρέπει το καζάνι να το φυλάεις, όταν ειν’ με ξύλα. Τα ξύλα θα πάρουνε ντομάνι, θα κατατάξου [?], θα πάρουνε φουλ θα πετάξου [?]. Αυτό το πράμα πρε’ να το προσέχεις, άμα σου πάρει φούντο θα σου κατέβει η ρακή νερό κι άμα ‘ναι με τη φωτιά τη σιγανή, η ρακή θα κατεβαίνει…
Φανή: Άμα πάρει φωτιά θα βγούν, θα βγουν από το λουλά τα τσίκουδα.
Στάυρ: Εκείνοι που ηρακεζεύανε τώρα εκεί που πήγα εκεί, ητρώαν μπριζόλες, επίνανε το γλεντάνι [?] άναβε, μα για βάστε ρε κουμπάρε. Το ‘πα εγώ του θείου του Μήτσου. Του λέω, ρε συ, έτσι ρακεζεύουν, λέω; Τα ξύλα γαντάνια [?] Όταν το καζάνι, λέω, πάρει, φουλάρει το ξύλο, ξύλο είναι, ήκανε μια φου το καζάνι θα φουλάρει, θα κατέβει η ρακή νερό.
Μιχ: Πηγαίνουν, θείε και τα βλέπουνε, δεν τ ‘αφήνουν…
Σταύρ: Ορίστε;
Μιχ: Πηγαίνει μέσα και τα βλέπουνε.
Φανή: Βρε ‘συ εγώ…
Ηλ: Ο Μιχάλης έβγαλε ωραία ρακή φέτος.
Φανή: Ακούς Μιχαλάκη; Το καζάνι στην αρχή θέλει κανονικιά φωτιά να το…
Μιχ: Να πάρει μπρος.
Φανή: Όταν αρχίσει και κανονίζει, βάλεις χοντρό ξύλο με σιγανή φωτιά…
Στάυρ: Θέλει τέχνη να σε χαρώ…
Φανή: Να κατέβει η ρακή, άμα του δώσεις ντουμάνι…
Στάυρ: Αυτή η τέχνη είναι [???] τέχνη, πάει τελείωσε, όχι φου και φου. Η ρακή πρέπει να κατεβαίνει όπως είν’ η καριδοκλωστή [?].
Μιχ: Λένε σιγά σιγά.
Σταύρ: Ναι.
Φανή: Με το κάρβουνο.
Σταύρ: Μπράβο. Θα το φουλάρεις το καζάνι να θε να κινήσει και μετά θα βγάζεις τα ξύλα, να μείνει το κάρβουνο. Όταν το δεις και χαμηλώσει, ας πούμε ξέρω ‘γω, θα του βάλεις λιγάκι φωτιά, ε. Αλλά όχι να μου τρως μπριζόλες, να πίνεις και το καζάνι να τρέχει ο λουλάς νερό μέσα και μετά, λέει, η αυτή η ρακή αδύνατη. Έτσι δα γίνεται η φωτιά… οι ρακές;
Φανή: Ε μου λες;
Στάυρ: Έλα.
Φανή: Θα καπάρλισεν [?] η φωτιά και κατέβαινε ε;
Στάυρ: Έλα να σου πω, έτσι λέμε, λέμε. Βγαίνει η ρακή αδύνατη, μα… Το καζάνι εδώ το φυλάεις.
Φανή: Αχ καμένα χρόνια.
Μιχ: Ε μπορεί και τα τσίκουδα να ΄ταν όμως αδύνατα.
Φανή: Δεν είναι τα τσίκουδα, Μιχάλη!
Σταύρ: Μπορεί τα τσίκουδα, Μιχάλη, αλλά πρέπει το καζάνι να το φυλάεις.
Μιχ: Να το προσέχεις.
Σταύ: Ε αμέ.
Τα λιοψημένα βάρδα να μην είναι σαπισμένα
Το σωστό σταφύλι για ρετσίνα
Φανή: Ε μου ‘λε, ξερ’ ήντα μου ‘λεε, Σταύρο, ο πατέρας σου ο συχωρεμένος; Πώς ηθέλα’ λέει, να κάμου’ ριτσίνα πάνω για τα… Αυτό. Ήρτε, λέει, ο παπά Μιχάλης και τον ηρώτηξε ο παππούς ο γέρο Δημήτρης, πώς την κάνουν τη ριτσίνα. Του ‘πεν, ας πούμε, να ‘ναι τα σταφύλια γερά, αλλά εκείνος ηνόμιζε να ‘ναι λίγο ξυνά (γέλια).
Λευτ: Για ρετσίνι…
Φανή: Ηκόψαμε μου λέει, τα ΄λεεν ο θεός συχωρέστον ο πατέρας σου, από ‘κει, λέει, από τις Λούρους(?) κάτι σταφύλια ξινοπά. Τα πατήσαμε, τα βάλαμε στο βαρέλι.
Λευτ: Πάει το σταφύλι στο διάολο.
Φανή: Αφού, λέει, ηπροβάλανε στην Κλαδαριά, των ήρτε η ξινίλα. Από το σεκάρισμα(?) που ‘γινε γλυκάδι, σμπαράρισεν(?) το βαρέλι. Ναι, μα των είπε ηγερά, να μην είναι σαπισμένα κι εκείνοι νομίζανε να βαστιούνται λίγο στο ξινό. Το σταφύλι θέλει να ωριμάσει στη μάναν του.
Σταύρ: Ο Νικολάρας, Μιχάλη, που ‘ρχοντο κι έπαιρνεν τα σταφύλια απ’ το Μοσκωνά, που τα ‘παιρνε για ρετσίνα ήλεεν ότι, το σταφύλι, ας πούμε, που είναι για ρετσίνα βάρδα να μην έχει σαπίλα. Το να ΄ναι, λέει, ψημένο από τον ήλιο, το κατεβάζεις με το νερό. Η σαπίλα, σου λέει, για ρετσίνα δεν κάνει. Το να το κάνεις, ας πούμε, κρασί και ξέρω ‘γω, δεν σε πειράζε, αλλά η ρετσίνα βάρδα μην έχει σαπίλα. Το να ‘ναι το σταφύλι ψημμένο στην επιφάνεια όπως φαίνεται, δεν το νοιάζει θα το κανονίσει με το νερό.
Μιχ: Κάνετε ρετσίνες εδωπέρα;
Φανή: Όοοοχι. Μια φορά ήρτεν ο Γραμματικός, να πάρει σταφύλια από το συχωρεμένο το Μήτσο. Λοιπό ο συχωρεμένος ο Μήτσος τα λιοψημένα δεν του τα ‘βαλε. Ααα, του λέει, τα λιοψημένα βάρδα να μην είναι σαπισμένα. Ο Γραμματικός ήκανε σου λέει ριτσίνα όπως…
Σταύρ: Όπως είν’ η λίρα το χρώμαν της.
Φανή: Ναι.
Σταύρ: Ήκαμα κι εγώ μια φορά ένα βαρέλι, μου πέτυχε μια χαρά. Την άλλη φορά το ‘βαλα δε μου ξαήγινε. Άη στο διάολο λέω τώρα… Ναι.
Τα ‘βαλες μες στο πατητήρι, σε μια μέρα δυο πρέπει να τα πατήσεις, για να μη σου ξινιάσου
Τα τρυοπάτια και τα λιοψημένα σταφύλια
Σταύρ: Τα σταφύλια,Μιχάλη, θέλουν μεγάλη δουλειά.
Φανή: Να τραβήξει ο ήλιος, να τραβήξει την αυτή να μείνει. Αυτά που…
Σταύρ: Αυτά ας πούμε τα τρυοπάτια που μαζεύγαμε από μέσα στα αμπέλια, ας πούμε, τα τρυοπάτια. Τα τρυοπάτια είναι να μαζέψεις τη ρώα που θα τρυήσ’…
Φανή: Κάνα σαπίμένο.
Σταύρ: Κάνα σαπιμένα, κάτι ξέρω ‘γω γινομένα, τα μαζεύεις, ας πούμε, τα κάνεις τρυοπάτια. Τα ‘βαλες μες στο πατητήρι, σε μια μέρα δυο πρέπει να τα πατήσεις, για να μη σου ξινιάσου’. Αυτά είναι κρασί.
Φανή: Και αυτά τα τρυοπάτια σου λένε, ότι σε δέκα μέρες να τα ρακεζέψεις.
Σταύρ: Ναι τα τσίκουδα.
Φανή: Τα τσίκουδα. Το λιοψημμένο άσ’ το.
Σταύρ: Το λιοψημμένο δεν το νοιάζει. Τα λιοψημμένα, Μιχάλη, τα τσίκουδα, ας πούμε λένε οι… Είχαμε ακούσει απο γονιούς μας, ότι τα βάζαν σε κουρούπια σε μέρη, τα σφραγίζα’ και τα Χριστούγεννα τα ρακεζεύανε. Χριστούγεννα.
Φανή: Όποτε, λέει, είχανε χρόνο.
Σταύρ: Ας πούμε να μην ξεθυμαίνει.
Μιχ: Κι από πάνω με τι τα κλείναν τότε;
Σταύρ: Ορίστε;
Μιχ: Από πάνω με τι τα κλείνανε;
Φανή: Συκόφυλλα.
Σταύρ: Από πάνω βάζεις, βάζεις ένα μέρος και το χρήεις γύρω γύρω για να μην ξεθυμαίνει.
Φανή: Βάλεις συκόφυλλα από πάνω…
Λευτ: Συκόφυλλα βάζεις από πάνω.
Φανή: Καένα ρούχο και άμα με κουρούπι το χρήηεις. Άμα ‘ναι… Εγώ που…
Λευτ: Πώς θα το χρήσεις;
Φανή: Με τη ζύμη αμά ‘ναι απ’ αυτά τα κουρουπάκια…
Σταύρ: Βάζεις και βουδιά.
Λευτ: Ήντα βάλεις;
Φανή: Λάσπη… και λάσπη…
Λευτ: Ναι ρε παιδί μου, πώς θα το κλείσεις την τρύπα;
Σταύρ: Έλα σε παρακαλώ γέμισε το κουρούπι.
Φανή:Θα βάλεις μια [???] μεγάλη από πάνω.
Σταύρ: Ναι μια [???] και βάζεις γύρω γύρω ή βουδιά ή ζύμη ή χώμα.
Αντί ζύμη έβαζε βουδιά
Βουδιά για να σφραγίσει το καζάνι της ρακής
Σταύρ: Λοιπό, ο παππούς σου ο δάσκαλος της νονάς σου ο πατέρας, ήτανε άθρωπος, ας πούμε, [ch-] και ρακέζευε εκεί που, στο ρακεζό. Τα καζάνια γύρω γύρω ξέρεις πώς τα χρήουνε ε;
Μιχ: Ναι με τη ζύμη.
Σταύρ: Αντί τότες, αλεύρι δεν είχε και μας έλεγε ο συχωρεμένος ο πατέρας, ότι πήγαινε εκεί μέσα στις μάντρες, που ‘ταν τα βούδια του ο άθρωπος και μάζευε βουδιές. Ξέρεις πώς το χρήουν το καζάνι γύρω γύρω; Έβαζαν τη ζύμη. Αντί ζύμη, Μιχάλη, έβαζε βουδιά, βουδιά.
Λευτ: Του μοσχαριού δεν είναι βρώμικο.
Σταύρ: Λιπαρή, λιπαρή.
Φανή: Και με ασπρόχωμα και με ασπρόχωμα,
Σταύρ: Έβαζε, λέει, βουδιά. Πόσες φορές μου το ‘χε πει ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, ότι ο γέρο δάσκαλος, ας πούμε, αντί να βάλει αλεύρι, τότε τ’ αλεύρι ήταν ξέρω ‘γω, πήγαινε μες στις μάντρες έβρισκε φρέσκια βουδιά.
Ηλ: Φρέσκια κιόλας;
Σταύρ: Έκανε λέει, έκανε χλι (γέλια), χλι, βουδιά βάλαμε βουδιά χλι, χλι (γέλια).
Φανή: θεός συχωρέστον. Θεός συχωρέστον.
Σταύρ: Γελούσε, γελούσε ας πούμε, κείνοι ήταν αθρώποι κωμικοί ρε, παλιοί αθρώποι… Και πάντα στο μαγαζί…
Φανή: Καμένοι παλιοί αθρώποι.
Σταύρ: [ch-] άμα είναι να γελάσει έκανε χλι, χλι (γέλια). Ναι.
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Παλιές ιστορίες για πειρατές και κλέφτες. Η σπηλιά του Πονήρη, ζωοκλοπές, τα βασιλικά, οι Γαϊδουροσπηλιές.
Η ζωή και οι δουλειές στη Μεσαριά. Ζευγάρισμα χωραφιών και μελίσσια.