Η μητέρα μου τράβηξε εκεί χάμω ένα αλεξίπτωτο που καιγότανε, το πήρε, το ΄σβησε, επειδής ήτανε και μοδίστρα έφτιαξε ένα φόρεμα της αδερφής μου της μεγάλης, σκέτο μετάξι
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Κατοχή. Η αεροναυμαχία στον Κέντρο. Τραυματίες και πλιάτσικο
Δημ: Πολλά θυμάμαι απ` την Κατοχή. Θυμάμαι δηλαδή την περίοδο του 1944 που συντελέστηκε εδώ μια αεροναυμαχία… Όλα αυτά, ας πούμε, τα θυμάμαι, γιατί, αν ξέρετε, είχε πέσει ένα καράβι στον Κέντρο, γερμανικό, είχε πέσει ένα αεροπλάνο εγγλέζικο εδώ πίσω. Ε, όλα αυτά τα θυμάμαι, γιατί… (Στην) Κατοχή τα παιδιά μας κρύβαν όλους. Μας πηγαίναν απάνω στα βουνά και μας κρύβαν μέσα στις ρεματιές, για να μη γίνει… με το βομβαρδισμό. Θυμάμαι το αεροπλάνο που πέρασε από δω, ένα αεροπλάνο… Όχι, το καράβι κατ` αρχήν, πέρασε το καράβι αυτό προς τον Κέντρο, το οποίο ήταν ένα καράβι φορτηγό επιταγμένο από τους Γερμανούς, «Όριαν» λεγότανε, το οποίο το `χανε φορτώσει είδη ρουχισμού, οικιακά σκεύη, κουζινικά δηλαδή, και ταχυδρομείο.
Λάρα: Και πού πήγαινε;
Δημ: Αυτό προοριζότανε για τη Μέση Ανατολή, να πάει για το στρατό, τα στρατεύματα του Ρόμελ που εδρεύαν εκεί πέρα. Ε, το πήραν είδηση, γιατί τότες γυρίζαν τ` αεροπλάνα, τα εγγλέζικα, ανιχνευτικά πώς τα λένε; Και κάναν ας πούμε ελέγχους κι αυτά, το πήραν είδηση που κατέβαινε κάτω, ειδοποιάνε μια μοίρα από τη Μάρτα, τότες έδρευε στη Μάρτα μια μοίρα των Άγγλων.
Ηλ: Μάρτα τι ήτανε;
Δημ: Το νησί. Στη Μάρτα κάτω.
Ηλ: Α, Μάλτα.
Δημ: Ιταλία. Κι από κει ήρθανε και το χτυπήσανε. Το χτυπήσαν από δω, το ξεκινάν να το χτυπήσανε και κατ` αρχήν αυτό κάνει στροφή, να `ρτει μέσα στο μόλο εδώ να ν` αράξει ας πούμε, ν` αράξει… τέλος πάντων, να προφυλαχτεί εδώ μέσα, αλλά ήτανε ξύπνιος ο καπετάνιος ή πονόψυχος μάλλο`. Βλέπει το χωριό, σου λέει «Εδώ θα γίνει μακελειό, γιατί να σκοτωθούν οι άνθρωποι που δε φταίνε;» Και το γύρισε και το πήγε στον Κέντρο. Εκεί βέβαια το χτυπήσανε, χτύπησε κι αυτός, βγήκανε όσοι σωθήκανε. Αυτοί που σωθήκανε τραυματίες κι αυτοί, τους φέραν εδώ, συγκεκριμένα πού είναι του θείου του Νικόλα το σπίτι δίπλα που είναι η αποθήκη; Ήταν το παλιό σχολειό εκεί πέρα, το πρώτο σχολειό ήταν εκεί πέρα, του παππού. Εκεί τους περιθάλψανε και θυμάμαι εγώ ως παιδί, που πηγαίναμε εκεί πέρα και μας δίνανε, είχανε κάτι καζάνια τόσα μεγάλα με ρυζόγαλο, μαγειρεύαν οι Γερμανοί και μας δίνανε ως παιδιά δηλαδή, οι Γερμανοί δεν μας πειράξανε… Έγινε λοιπόν η αεροναυμαχία αυτή, χτυπήσαν ένα αεροπλάνο εγγλέζικο, το οποίο κι αυτό πέρασε εδώ χαμηλά, χαμηλά κι έβγαζε καπνό. Έπεσε χαμηλά και δεν προφτάσαν οι άνθρωποι να ρίξουν αλεξίπτωτα και το ρίξαν εδώ στην πλαγιά, πού ναι το τελευταίο σπίτι εδώ; Ακριβώς από πάνω το ρίξανε εκεί. Στη στεριά, απάνω στο βουνό έπεσε και ήτανε τέσσερα άτομα Εγγλέζοι, οι οποίοι δεν έμεινε ούτε κοκαλάκι. Ο κόσμος τότες βέβαια έτρεξε για πλιάτσικο, όπως και στον Κέντρο για το καράβι τρέχανε. Εδώ το καράβι βομβαρδιζότανε, οι άλλοι τρέξανε να μπούνε μέσα, ν` αρπάξουν ό,τι βρίσκανε και τα αεροπλάνα ακόμα βομβαρδίζανε. Τέλος πάντων, δεν έγινε κάνενα ατύχημα από αυτήν την περίπτωση και θυμάμαι που με πήρε η μάνα μου από το χέρι και πήγαμε πίσω εκεί, να δούμε τ` αεροπλάνο, τι είχε γίνει. Και πόσοι άλλοι ήταν εκεί πέρα. Εγώ τώρα, σκέψου μυαλό που το `χα παιδί, δε βλέπαμε αεροπλάνο πουθενά και της λέω, μήπως είναι μαμά μέσα σ` αυτό το δωμάτιο; Ένα δωματιάκι εκεί χάμω, ένα σταυλί. Ακόμα εκεί πάνω είναι αυτό το σταυλί. Λέω, μήπως είναι εκεί μέσα και… Και όταν πήγα πραγματικά, χέρια, αυτά… κομμένα, απάνω στις λαμαρίνες απάνω στα αυτά… δηλαδή ένα πράμα αηδιαστικό ήτανε. Πήγε ο κόσμος ό,τι βρει… Λάφυρα για οτιδήποτε, για να επιζήσει. Η μητέρα μου τράβηξε εκεί χάμω ένα αλεξίπτωτο, βρήκε ένα αλεξίπτωτο που καιγότανε, το πήρε, το `σβησε, το `κανε εκεί χάμω, επειδής ήτανε και μοδίστρα έφτιαξε ένα φόρεμα της αδερφής μου της μεγάλης. Αυτό το φόρεμα αν υπήρχε σήμερα θα τανε… Και ξέρεις αυτό ήτανε σκέτο μετάξι ε; Πού να υπάρχει, αυτά λέμε, δεν ξέρανε την αξία που μπορεί να `χει, ας πούμε, το κάθε παλιό πράμα και τα… Και τους σκοτωμένους βέβαια τους Γερμανούς τους θάψαν απάνω στην Παναγίτσα ή κάναν έναν ομαδικό τάφο.
Λάρα: Ποιος τους κουβάλησε; Ο κόσμος από δω ή ήτανε οι Ιταλοί;
Δημ: Κόσμος πήγε και κουβάλησε. Ήταν κι από τους ίδιους που ήτανε ζωντανοί, ακόμα και η μητέρα μου με τους γαϊδάρους μετέφερνε τραυματίες. Επιτάξαν… Ε, τους επιτάξανε… Επιβάλλαν, ας πούμε, ότι… με τι μέσα να τους μεταφέρουν οι ανθρώποι, ας πούμε, σου λέει βοηθήστε, και έτσι κι έγινε. Ε, μετά αφού τελειώσαν τα πράματα πια και αποχωρήσαν όλοι από κει, ήρθαν, τους πήρανε τους τραυματίες. Τους δε σκοτωμένους, τους πήραν μετά από χρόνια. Ήρθαν και…
Λάρα: Α, ήρθαν και πήρανε τα κόκκαλα;
Δημ: Ναι, τα οστά. Και τους Εγγλέζους ήρθαν και τα πήρανε, τους υποδείξαν, ας πούμε, πού είναι θαμμένα και πήγαν και τα πήρανε. Όταν τέλειωσε πια ο πόλεμος. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος μετά από…
Λάρα: Και ποιοι ήρθαν; Οι Γερμανοί και τα πήρανε;
Δημ: Ναι, οι Γερμανοί και Εγγλέζοι. Συγγενείς, συγγενείς υποτίθεται ότι ήτανε συγγενείς.
Το νερό της Πηγής και από πού έρχεται. Πλύσιμο ρούχων με στάχτη.
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Παλιές ιστορίες για πειρατές και κλέφτες. Η σπηλιά του Πονήρη, ζωοκλοπές, τα βασιλικά, οι Γαϊδουροσπηλιές.