Μια φορά μ` είχε ξεματιάσει εμένα και μου `χε μείνει. Τα θυμόμουνα τα λόγια

Λόγια ξεματιάσματος. Ξεμάτιασμα με μαντήλι

H: Κανένας πρακτικός γιατρός υπήρχε;

E: Πρακτικός όχι. Πρακτικός που `βγαζε δόντια ήταν αυτός ο Μαρινάκης, που σου λέω, έβγαζε μόνο δόντια. Αλλά και σε, έτσι, πρακτικά, τα κατάφερνε σε όλα. Κι η πεθερά μου. Η πεθερά μου και κείνη έτσι πρακτικά έκανε πολλά. Ο Μαρινάκης ξεμάτιαζε και άμα βγάζανε σπυριά έτσι, που `τανε άσχημα σπυριά, τα γήτευε που λέγανε, τους έλεγε λόγια. Και στο ξεμάτιασμα και τα θυμάμαι και τα λόγια εκείνα που μας έλεγε. Μας έλεγε στο ξεμάτιασμα και μας εμέτραγε με το… Άμα `τανε άντρας τον εμέτραγε με το ζωστήρα του κι άμα ήτανε γυναίκα με το μαντήλι του κεφαλιού. Μια φορά μ`είχε ξεματιάσει εμένα και μου `χε μείνει. Τα θυμόμουνα τα λόγια, δεν μου τα `χε πει πολλές φορές. Έλεγε, «Πρώτη χέρα, καλή χέρα του Δεσπότη, του Χριστού, της κυράς της Παναγίας, Άγιοι Ανάργυροι θαυματουργοί. Αγία Αναστασία φαρμακολύτρια τους πόνους σκορπάς και τα κακά διαμπλάζεις1. Η κυρά η Παναγιά ελούστηκε, εχτενίστηκε, στον άγιο θρόνο της πάτησε και πέρασε ο Αγάς και την είδε και την εφθαλμόκοψε» -δηλαδή την εμάτιασε, την εφθαλμόκοψε. «Ο γιος της την αρώτησε, τι έχεις μάνα μου, τι έχεις μητέρα μου, τι έχεις βασίλισσα του κόσμου και ούτε τρως, ούτε πίνεις, ούτε το σταυρό σου κάνεις; Θαυμάζομαί σε γιε μου που τα κρυφά ξέρεις και τα φανερά δε γνωρίζεις. Λούστηκα, χτενίστηκα, στον άγιο μου θρόνο κάθισα, πέρασε ο Αγάς και με είδε και μου φθαλμόκοψε και ούτε τρώω, ούτε πίνω, ούτε το σταυρό μου κάνω.» Και ο γιος της της είπε, «Ε, και δε βρέθηκεν άνθρωπος εικοσίνυχος και πενταδάχτυλος, να σε σταυρώσει τρεις φορές, να πει, πάτερ ημών μία, πάτερ ημών δύο, πάτερ ημών τρεις, πάτερ ημών τέσσερεις, πάτερ ημών πέντε, πάτερ ημών έξι, πάτερ ημών εφτά, πάτερ ημών οχτώ, πάτερ ημών εννιά. Δέξου γης το βάρος του και δώστου τις δυνάμεις του.» Αυτό είναι.

Κ: Και πώς λέγατε με το μαντήλι ότι το έκανε;

Ελ: Εκείνος βαστούσε και το μαντήλι και σε σταύρωνε. Έπαιρνε το μαντήλι του κεφαλιού μας και όπως το μέτραγε από το μεσαίο δάχτυλο, το `κανε έτσι στην άκρη και την άλλη άκρη την έφερνε εδώ στον άγκωνα κι έδενε έναν κόμπο. Έδενε έναν κόμπο, για να ξέρει πόσο μάκρος ήτανε το δάχτυλο. Το `παιρνεν από το μεσαίο δάχτυλο και το `φερνε στον αγκωνιού του κι έδενε τον κόμπο. Και μετά αφού σε σταύρωνε με το ίδιο το μαντήλι το `κανε και σε σταύρωνε, αυτές τις φορές που έλεγε, αν ήτανε από άντρα το μάτιασμα, κόντυνε ο κόμπος κι ερχόταν εδώ πάνω στον κόμπο, κι άμα `τον από γυναίκα ερχόταν εδώ στη μέση. Και το θυμάμαι εγώ, τότε ήμουνα μικρούλα. Παντρεμένη ήμουνα, μα ήμουνα εικοσιτριώ χρονώ, εικοσιδύο χρονώ, κάτι τέτοιο ήμουνα και ερχόμουν από την Αθήνα, είχα πάει στην Αθήνα για κάποια δουλειά και βγήκα στον Κάμπο και ήτανε ένας εκεί στο… Είχα μπει μες στη μαούνα κι έδωσα ένα πήδο απ`τη μαούνα και πήγα έξω στο μώλο και μου λέει αυτός, «Βρε συ, θέριεψες», λέει, «που πήγες εις την Αθήνα.» Έρχομαι στο σπίτι, αρρωσταίνω, γέμισε το στόμα μου σπυριά μέσα, έγινα να. Ούτε έτρωγα, ούτε έπινα, ήμουνα σε αθλία κατάσταση. Και μου λέει ο συχωρεμένος ο άντρας μου, να πάω να φωνάξω το Μαρίνο -ήτανε κουμπάροι. Λέω, «Τι να μου κάνει;» Μου λέει, «Εσένα σ`έχουνε ματιάσει.» Τέλος πάντων πήγε και τον φώναξε και ήρθε. Μου λέει «Δώσε μου το μαντήλι του κεφαλιού σου.» Και το πήρε και με σταύρωσε και μου λέει, «Σε έχουνε ματιάσει και είναι και άντρας, αυτός που σε έχει ματιάσει.» Πράγματι σου λέω αυτός που ήτανε στο μουράγιο ήταν άντρας και μου λέει, «Συ θέριεψες», μου λέει «και πηδάς από πάνω από την μαούνα και κατεβαίνεις κάτω.» […]

Κ: Και αυτό που λέγατε ότι μετρούσε τη ζώνη; 

Ελ: Άμα ήτανε άντρας έπαιρνε τη ζωστήραν του, στη γυναίκα έπαιρνε το μαντήλι.

Η: Έπαιρνε τη ζωστήρα του ματιασμένου του άντρα και την έβαζε στο δικό του χέρι ή στου…

Ελ:  Όχι την έβαζε, τη μέτραγε εκείνος εις το δικό του χέρι και έκανε πάλι εκεί πέρα, πώς τον σημάδευε, κάπως τον σημάδευε, δεν ξέρω. Εμένα μου `κανε με το μαντήλι μου και είδα που έδεσε κόμπο. Στων αντρών δεν ξέρω τι σημάδι έκανε και όταν κόνταινε και πήγαινε αλλού το σημάδι, άμα ερχόταν απάνω στον κόμπο λέει ήτανε άντρας, και άμα ερχότανε εδώ στη μέση ήτανε γυναίκα. […]

Η: Εσείς ξεματιάζετε;

E: Αυτό μοναχά που ξέρω, δεν ξέρω άλλα. Ξεμάτιασμα ήξερε η πεθερά μου, αλλά το πήρε μαζί της. Πόσα της κάναμε να μας το πει. Εκείνη ξεμάτιαζε με το λάδι. Και ήξερε, δηλαδή ξεμάτιαζε πραγματικά, ξεμάτιαζε. Θυμάμαι μια φορά ήταν ο Μιχάλης άμα τον είχα μικρό, όπου τον έβγαζα να τον πάει, γιατί ήτανε παχουλό παιδί, ε, τα παιδάκια τα πιάνει πιο εύκολα το μάτι, όλη μέρα τον εξεσταύρωνε με το λάδι όμως. Έσταζε το λάδι μέσα στο νερό, του `λεγε τα λόγια κι έσταζε μια σταγόνα λάδι και όταν ήταν μάτι, σκόρπαγε και δε φαινότανε τίποτα. Δε μένει τίποτα. Όταν έλεγε λοιπόν τα λόγια, τα `λεγε τρεις φορές πρέπει να τα πει, στην τρίτη φορά στο τέλος σταμάταγεν η σταγόνα, χωρίς να σκορπιστεί, έμενε ακέραια. Αλλά τα λόγια δε μας τα `πε, δεν ήθελε να μας τα πει. Μου λέει, «Αν σου τα πω δε θα πιάνει πια ύστερα, εγώ όταν θα ξεματιάζω, πρέπει να τα μάθεις από άντρα.» Η γυναίκα πρέπει να τα μάθει από άντρα και ο άντρας πάλι από γυναίκα.

  1. σκορπίζεις
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ