Μόλις ήπεφτε πέτρα το ξαναχτίζανε. Τώρα άμα δούνε μιά πέτρα πεσμένη, δίνουν μια κλωτσιά και πέφτει και η άλλη

Οι ξερολιθιές
Η: Και θεία, όλες αυτές τις ξερολιθιές, τις τραφιές που κρατάνε τα χωράφια, αυτές τις χτίζατε εσείς ή υπήρχε κάποιος που τις έχτιζε;
Ελ: Όλοι εδώ οι παλιοί, ο πατέρας μου, ο πατέρας της Σοφίας, ο θείος μου ο Νικόλας του Βαγγέλη ο πατέρας, πάνω, του Χρήστου ο πατέρας, ο νονός μου ο Αντώνης της Ειρήνης ο πατέρας, όλοι χτίζανε τους τοίχους τους. Ετούτες τις ξερολιθιές, τα τραφάκια, τα χτίζαν οι ίδιοι, δεν ηπαίρνανε ποτέ μάστορα. Όχι, κανένας. Ήτανε μαντρωμένα τα χωράφια, το μαντρώνανε γύρω-γύρω, όπως είναι πέρα κει στ` αλώνι. Τώρα έχουνε πέσει. Αλλιώς ποτέ δεν αφήνανε, που υπήρχαν αυτοί οι παλιοί όλοι, μόλις ήπεφτε πέτρα, το ξαναχτίζανε, δεν το αφήνανε να ισοπεδωθεί. Και βάζαμε τα ζώα μέσα στο χωράφι. Εμείς πίσω τα χωράφια, κει που είναι συκιές μαντρωμένες, αν πηγατε μέχρι εκεί πίσω, ο Μιχάλης πλήρωσεν τον Αντώνη απάνω κι έφερε σύρματα και τις εμαντρώσαμε τις συκιές, πριν δεν είχαμε σύκο να φάμε, τα τρώγαν τα ζώα, τα κατσίκια, δεν αφήνανε… Το χωράφι που το `χαμεν εμείς ήτανε ολόκληρο έξι στρέμματα χωράφι, ήταν μαντρωμένο και βάζαμε τα ζώα μέσα. Αφού θέλει να τελειώσουμε τα σπαρτά ή καλοκαιρινά, αν είχαμε σπείρει ή κρεμμύδι, οτιδήποτε, τα βάζαμε μέσα, τα κλείναμε και δεν ηβγαίνανε πια έξω. Πηγαίναμε τα παίρναμε, τα ποτίζαμε και τα ξαναβάζαμε πάλι μέσα στο χωράφι, δεν ηβγαίναν έξω. Γι` αυτό φαίνονται οι πέτρες αυτές, αλλά τώρα έχουνε πέσει. Ο δρόμος που πάει μέχρι πίσω σ` ένα ορισμένο σημείο, ήτανε χτισμένος μέχρι πίσω-πίσω. Όλα ήταν μαντρωμένα. Κάθε ένας είχε το δικόν του μαντρωμένο. Ο παππούς σου […] είχεν αρκετές κατσίκες και τις επήγαινε και τις εμαντρίζε, δε βαριότανε, είχε χτίσει απέραντο μέρος. Εκείνος ο τοίχος που έχει μαντρωμένο, το έχεις προσέξει πόσο είναι; […] Εγώ έχω περάσει και τώρα, από τη Σκοινούσα με το καράβι που βλέπω τις τοίχους, όλα τα χωράφια είναι κλεισμένα, αλλού με σύρμα κι αλλού με τοίχους.
[…]
Η: Αυτά τώρα θεία τα φτιάχνανε οι δικοί σας προτού γεννηθείτε; Δηλαδή είναι πολύ παλιό χτίσιμο;
Ελ: Ναι, παλιά χτισίματα, πριν γεννηθώ εγώ, τα `χανε χτίσει οι πιο παλιοί. Ε, απλώς κι οι δικοί μας χτίσαν ακόμα και τα μαντρώσανε και τα διατηρούσαν κιόλα, αν έπεφτε μια πέτρα από κατσίκι να βγει απάνω ή από κάτι να πέσει να γκρεμίσει ο τοίχος, τον εξαναχτίζανε. Τώρα άμα δούνε μιά πέτρα πεσμένη, δίνουν μια κλωτσιά και πέφτει και η άλλη, για να περνούνε τα ζώα, να μην μποδίζονται.
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Η φουβού. Το γάλα της μάνας. Η παρασκευή του καφέ.
Παλιές ιστορίες για πειρατές και κλέφτες. Η σπηλιά του Πονήρη, ζωοκλοπές, τα βασιλικά, οι Γαϊδουροσπηλιές.