Έντεκα αεροπλάνα ήτανε, από δω ως την άμμο στην Περαπάντα, ηγαζώναν το μέρος όλο κι ηπηαίναν εις τον Κέντρο
Ο βομβαρδισμός του πλοίου στον Κέντρο. Το πλιάτσικο
Η: Όταν έγινε ο βομβαρδισμός εσείς που είσαστε;
Κ: Εδώ ήμουνα. Το `42, `43. Πώς δεν τους ησκοτώσαν όλους. Και μένα, κι εγώ ηπήα τελευταίος. Ήμουν μες στο λαγκάδι, ήχτιζα κάτι τοίχους και ήρθα και πήγα γραμμή στο σκαλίν εκεί.
Μ: Ο μπαμπάς που ήταν, ο μπαμπάς ο δικός μου;
Κ: Ο μπαμπάς σου; Εκείνος ήτανε πίσω, πάνω στην Αγριομέλισσαν ηπήε.
Η: Και βομβαρδίζανε αεροπλάνα; […]
Κ: Έντεκα αεροπλάνα ήτανε, από δω ως την άμμο στην Περαπάντα, ηγαζώναν το μέρος όλο κι ηπηαίναν εις τον Κέντρο. Αλλά είχασι περάσει, γιατί πήαν εκεί για πλιάτσικα κάτω. Είχε στρατιώτες πολλούς μέσα Ιταλούς, τους είχαν οι Γερμανοί κι αφού ήρτεν αεροπλάνο, να κάνει αναγνώρισιν εκεί, τους λέει «Φευγάτε, γιατί τώρα σε λίγο θα `ρτουν αεροπλάνα να….» Και ηφύασι και είχαν περάσει εδώ. Αλλιώς `θελε να σκοτωθούν σχεδόν όλους, όπως ήρχουντο όλος ο δρόμος ήτανε σκαμμένος με μπόμπες, ηπέφταν από την Παναγία κι εκεί. Τ` απόγευμαν ήρτανε και ηπήαν δυό αεροπλάνα, ήρταν από δω, πήανε ψηλά. Αυτοί λοιπόν από μες στο βαπόρι είχαν προσηλωθεί εκεί και περνά ένα χαμηλά-χαμηλά από την Παναγία και πάει και τις αμολεί μέσα αυτό και το βούλιαξε. Αλλά όπως ηπήε να περάσει το Μύλο πέρα, το ρίξανε, ήπεσεν εδώ πίσω. Το βράδυ σκοτώθησαν πολλοί, ήταν όλοι μέσα για να βγάλουν τα πράματά τους. Ήτο βουλιασμένο το βαπόρι, […] μες στην άμμο και ηκάθουντον απάνω και ήρταν τ` αεροπλάνα και ησκοτώσαν πολλούς. Την άλλην ημέρα όλοι γυρνούσαν στον Κέντρο για πλιάτσικα και να δυο αεροπλάνα και ηρχίσαν και ηβάζαν από πάνω από τον Πάπα που ηκατεβαίνα. Άλλοι πέφταν στη θάλασσα άλλοι αυτό και βγαίναν όξω, αλλά δεν ηρίχναν απάνω στον κόσμο, όχι, έτσι στον αέρα, ήτον εγγλέζικα.
Καλ: Από δω ήτον ο κόσμος;
Κ: Όλος ο κόσμος δεν είχεν πάει εκεί για πλιάτσικα το πρωί;
Η: Εσείς πήρατε κάτι; Πήγατε κει εσείς;
Κ: Εμείς μετά ηπιάσαμε, ηβγάλαμε το κάρβουνον όλο, κόψαμε τις λαμαρίνες, τις ηπηαίναμε τότες στη Νάξο. Όλες τις χοντρές λαμαρίνες τις πηαίναν για τα μαγκανοπήγαδα κι ηφορτώναμε πατάτες κι ηρχόμαστε. Η γέφυρα ήτο σαν το σπίτι, όσο είναι το σπίτι με τις κάμαρες, τόσο ήτον η γέφυρα. Σιδερένια όλα, κολώνες και κείνη την ημέρα δεν είχα πάει εγώ, είχα πάει στις Αγριλιές για άλλη δουλειά, και με την Απελευτέρωση να το καταδιωκτικό και πάει μέσα στο βαποράκι. Ηφύαν όλοι, ηδουλεύγαν καμιά δεκαπενταριά άτομα μέσα. Είχαν βάλει δυναμίτες, είχαν κόψει τη γέφυρα και την ητουμπάρανε, για να τη διαλύσου` και πάει το βαποράκι. Άλλοι ηπήασι μέσα στη λαγκάδα, άλλοι στη Μεσσαριά, οι δικοί μας από τον Τρούλο και περάσαν εδώ κάτω. Τότες ητραβούσαν τον πατέρα σας που είχεν το λιβάδι. Το `χε καλοκαιρινό και τον ηπιάσαν και «Ποιοι ήτο μέσα και ποιοι το κόβαν το βαπόρι;» Λέει, «Ξέρω γω», δεν ημαρτύρα τώρα εκείνος. Λέει, «Αφού είναι το δικό σου το περβόλιν εδώ», γιατί ήτον περβόλι πραγματικώς. «Λέει, δεν ήμουν εδώ εκείνη την ημέρα.» Είχαμεν ίσα με εφτακόσιες οκάδες. Κάνα δυο τόνους είχαμε μαντέμι σπάσει με τον συγχωρημένο τον Γιάννη. Το δίναμε του Τουρκιού, το πήαινεν από δω στο… Μας το πλήρωναν δυο φράγκα τότες, δυο δραχμές ήτο λεφτά. Και το μπαρκάρουν όλο μες στο βαποράκι και το πήραν για να το πουλήσουν αυτοί. Ύστερα ήρτε μια εταιρεία και το `κοψε.
Καλλιέργειες επί Κατοχής. Τα κρεμμύδια. Τα καπνά
Η καταγωγή του πατέρα και η σχέση του με το μύλο. Ιστορίες από το μύλο και η καταστροφή του από την κακοκαιρία.
Ο Μπαρμπα Λιας ο βιολιτζής. Γλέντια μετά τη δουλειά. Κρασιά.