Τρεις μέρες κατεβαίναν τ` αερόπλανα και ρίχνα` συνέχεια μες στην άμμο, να μη βρεθεί μες στο παπόρι ζωντανός άθρωπος

© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου

Ο βομβαρδισμός του καραβιού στον Κέντρο. Ο Ιταλός που το έσκασε

Η: Εσεις τον είχατε δει το βομβαρδισμό του πλοίου στον Κέδρο;

Σοφ: Εγώ με τον άντρα μου είμεστε δώδεκα χρονώ κι είμεστε εκεί πέρα και βόσκαμε κατσίκια. Όλο τον πόλεμο τον είδαμε. Που πηγαίνανε τ` αερόπλανα, τρία εγγλέζικα αερόπλανα, περνούσανε πέρα από τις Μάκαρες, πηγαίνανε την Αμοργό και περνούσαν τα Δωδεκάνησα εδώ γιαλό-γιαλό και πηαίναν από την Καλοταρίτισσσα κι ανεβαίνανε τον Πάπα και κατεβαίνανε από τον Τρούλο και ρίχναν τόσα βλήματα, τόσα βλήματα τα ρίχνανε μέσα στο βαπόρι. Ρίχναν με τ` αντιαεροπορικά κι από κάτω, αλλά αφού ηρίξαν πια και το μισοκάψαν το βαπόρι, πήγανε δυο Γερμανοί απάνω στον Τρούλο με αντιαεροπορικά, τέλος πάντων με τα τουφέκια και όπως περνούσαν λοιπόν κάτω τ` αερόπλανα, ηρίξανε και το ένα το τραυματίσανε και πήεν έπεσε από κει πίσω στα Παχυβούνια και ηκάησαν κι αθρώποι, κι ευτυχώς δεν έπεσε στον Σταυρό να κάψει το χωριό. Τα άλλα τα τραυματίσαν όμως, ήταν και δυο παπόρια εδώ κάτω στο Μύλο αραγμένα και λέω εγώ, εεε κι αν δεν κατέβουν από τη Μεσαριά, λέω, αν μείνουν εδώ θα την κάψουν τη Μεσαριά, που θα κατεβγαίναν από δω πάνω να την ηκάβγαν τη Μεσαριά τελείως. Θα ρίχναν τα βαπόρια, θα ρίχναν αυτοί από `δω πάνω, θα την κάβγαν τη Μεσαριά και φοβηθήκανε αυτά, σου λέει, εδώ άμα μας στριμώξουν, θα μας κάψουν καλά-καλά κι πήαν τα Δωδεκάνησα. Κι ηπήαν ύστερι τ` αερόπλανα αφού το κάψαν το παπόρι στον Κέντρο κι ηπήαν από δω μέσα. Αλλά τα `χαν, λέει, τραυματίσει και τα άλλα αερόπλανα και ήρεν ο ένας τ` αλλουνού και κάησαν τ` αερόπλανα και κάησαν και τα παπόρια. Αλλά το μεγαλύτερο παπόρι ήτον του Κέντρου. Ε κακόμοιροι αθρώποι. Τις τραυματίες τις πήραν οι δικοί μας τις πήγαν κάτω στο σκολειό, τω` δώκανε ρούχα, τω` δώκανε τροφή, τις περιποιηθήκανε. Α, και την άλλη, σε δυο μέρες παρουσιάζονται οι Γερμανοί από παντού, ειδοποιήθησα`. Περάσαν από απ` όξω, ήτον ο Κώστας μας του λεν`, «Βρε πού είναι οι αιχμάλωτοι;» Εκεί πέρα ηκάτσανε. Λέει, «Τις πήραν οι δικοί μας, τις πήγανε κάτω, τις περιποιηθήκαν τα τραύματά των όλα.» Λέει, «Αλίμονο αν δεν τις εβρώμε, θα κάψωμε το νησί.» Θηρία! Τον αδερφό μου τον Κώστα τον κυνηούσαν να τον σκοτώσουν, πήε και κρύφτη. Ε, κακία οι κακοθάνατοι. Ήρτεν ένας Ιταλός τη βραδιά που τραυματίσαν το παπόρι, το `σκασε κι ήρτεν επά και ήταν η αδερφή μου η καμένη και της λέει, λέ`, «Έλα να μου δώσετε ένα δωμάτιο να πέσω γιατί θα με σκοτώσουν οι Γερμανοί.» Και του δώκαμε και φαΐ κι ήφαε και του βάλαμεν και ήπεσε και το πρωί σηκώθηκε κι ήδωκε κάτι δαχτυλίδια, κάτι βραχιόλια της αδερφής μου. «Θα με σκοτώσουν» λέει. Τις κατατρέχαν τις Ιταλούς να τις σφαχ`. Ηπηαίναν, λέει και τις βάλαν μέσα σε… γιατί τις ηγελάσαν, λέει… ήτο να συμμαχήσουν μαζί και τις ηγελάσαν οι Ιταλοί και τις βάλανε μέσα σε ένα βαπόρι, λέει, τις βάλαν κάτω στο μπάρι και τις βυθίζανε έτσι δα ζωντανούς τους κακόμοιρους. Αλλά ηκάμαν κι οι Γερμανοί, Ιταλοί… Ντόπιοι τα κάμαν όλα, οι ντόπιοι. Για να φαν οι ντόπιοι πηαίναν και τις Ιταλούς στα νησιά. Στην Αμοργό επιτάζαν τα λιοτρίβια, μετρούσαν το λάδι, τα επιτάζαν τα πάντα τα πάντα, τα κρασιά. Τι δεν ηκάνα`. Και περάσαμε! Πώς ηγλιτώσαν τ` αδέρφια μου ούτε και… Μας είχαν πάρει τη βάρκα μας, τη βάρκα την είχεν ο αδερφός μου ο Κώστας, ήπιανε χταπόδια, ψάρια, και μας την ηπήραν εκεί που την είχαμε σύρει στον Κέντρο και την ηκουβαλούσανε τις εσκοτωμένους όξω Γερμανοί. Ύστερι την ηπήραν οι δικοί μας και την ηπήραν στην πάνω πάντα και την ηράξαν, αλλά τρεις μέρες κατεβαίναν τ` αερόπλανα και ρίχνα` συνέχεια μες στην άμμο, να μη βρεθεί μες στο παπόρι ζωντανός άθρωπος και πώς ηγλιτώσαν οι δικοί μας ο θεός ξέρει.

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ