Ήβλεπες τη νεολαία να πορπατεί, να τραγουδεί, να σφυρά, να κάνει, να δείχνει. Ακούς τώρα τίποτι;

Η αυτάρκεια στο Μερσήνι. Ο κόσμος, οι χαρές και τα γλέντια που πέρασαν

Σ: Τα χρόνια όμως εκείνα οι αθρώποι δεν ηγοράζανε από τα μαγαζά. Ένα ρύζι αν ήτυχε να αγοράζουσι, να πούμε, μια Λαμπρή. Κάνανε φασόλες, ρίχταν μες στα χωράφια τα καλοκαιρινά, φασόλια μέσα στα καλοκαιρινά, σουσάμια, ντομάτες, αγγούρια από όλα, από όλα είχανεν ο κόσμος. Και ήξερες ότι ήτανε να πούμε… τότες ηρίχτανε κοπριές, δεν ρίχνανε τώρα όπως ρίχνουν τώρα λιπάσματα, αυτά όλα είναι δηλητήριο. Δεν ήτον, που `τον την Κατοχή ο κόσμος όπου ήτανε…  […]. Όχι μαγαζί δεν ήτανε, δεν ήταν ο κόσμος όπου ηπείνα; Ήτον μια χαρά. […] Ήτονε εδώ πέρα του Περβολάρη τα παιδιά όλα, πάνω της Μαρινάκαινας, είχεν κόσμο, είχεν κόσμο. Όπου σάλευγες… Ήθελε λοιπον κάθε σκόλη να παίζουνε, να παίζουνε. […] Είχανε κι αμπέλια. Εκεί δα η Ποδαριά, ήτονε αμπέλι από το σταυλί και κάτω, ήτον αμπέλια όλα. Ο παππούς σου ήκανε τόσα κρασά. Όλοι ηκάνανε. Λέει, αύριο θα ανοίξουμε του ενός το κουρούπι. Την άλλην το άλλο. Και ήθελε λοιπόν να παίζουν, να χορεύγουν, να `ναι ο κόσμος μια χαρά, μια χαρά. Το μόνο χωριόν όπου ήτανε ποφανερωμένο, ήτον το Μερσήνι. Και τώρα ερημώσαν τα χωριά. Είχεν κόσμο, είχεν, είχεν. Ήθελεν τώρα να `ρθει το Πάσχα, να βλέπεις τον κόσμο, βγαίνουσι όπως τη μερμηγκιά. Παιδιά, όλος ο κόσμος με τα φανάρια και να πηαίνουν στην εκκλησία. Να `ναι ο κόσμος μια χαρά. Γλέντια, πράματα. Τώρα… Βλέπεις τους ανθρώπους… Ήβλεπες τη νεολαία να πορπατεί, να τραγουδεί, να σφυρά, να κάνει, να δείχνει. Ακούς τώρα τίποτι;

Κ: Εκκλησία κατεβαίνατε στο Σταυρό το Πάσχα ή ερχότανε εδώ στην Αγιά Σοφιά;

Σ: Δεν ήτουν τότες ακόμα η Αγιά Σοφιά χτισμένη.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ