Αφού ο κόσμος πια ήπαθεν αναιμικός. Ήβλεπες τον κόσμον και ήτον έτσι αλαξομουρισμένος
Κατοχή. Επίταξη.
Κ: Στην Κατοχή ήσασταν στη Δονούσα;
Σ: Αφού ήμαστεν εδώ κάτοικοι, πού `θελες να πάμε;
Κ: Και τι βρίσκατε για φαγητό;
Σ: Από φαγητόν να πούμε υπήρχανε βέβαια, αφού ήμασταν αγρότες ηκάναμε από όλα. Αλλά τότες ηβαστήχτη, να πούμεν, ο πόλεμος και δεν ύπαρχε… Ακόμα κι αλάτι δεν ηβρίσκαμε να βάλωμε, μόνο στα χόρτα όλοι οι αθρώποι. Δεν υπήρχαν πια χόρτα, κάθε μέρα οι αθρώποι πρωί-βράδυ. Αφού ο κόσμος πια ήπαθεν αναιμικός. […] Ήβλεπες τον κόσμον και ήτον έτσι αλαξομουρισμένος. Ψάρι μοναχά είχε μπόλικο, μόνο ψάρι είχε μπόλικο.
Κ: Είχατε πεινάσει εσείς εδώ;
Σ: Εμείς είχαμε πεινάσει, γιατί μας ηνοίξανε το σπίτι, είχαμε λίγον καρπό και μας τον πήρανε. Πείναν ο κόσμος, πείναν ο κόσμος… […]
K: Υπήρχαν Ιταλοί που ερχόντουσαν και παίρνανε;
Σ: Ναι, δεν ηφήναν τίποτα. Ούτε χτήματα μας ηφήνανε ούτε… Μια φορά είχεν έρτειν ένας… Σταχτουράκη τον ελέανε του Νικολάρα. Λοιπόν είχα, δυο-τρεις κατσίκες είχαμε […] και είχανε κάνει και τρία ριφάκια. Τις κατσίκες λοιπον τις είχα έξω, δεν τις είδανε, τα ριφάκια επήγαν και γινήκασι ένα μέσα στη μάντρα […] και πάει και μπαίνει μέσα κι ήψαχνε τη μάντρα, λέει «Τι είναι αυτές οι νεροδουλειές;» Λέει λοιπό` ο πατέρας μου, «Ε, να», λέει, «δεν τα βλέπεις πως πεινούσι και δεν έχουσι να φάνε. Έχωμε», λέει, «τις μαρτίνες». Λε` «Πού τις έχετε; Πού τις έχετε;» Εγώ λοιπόν τις είχα αποκινήσει από κει πίσω στα… Αλλά εμείς οι Ρωμιοί, δηλαδή προδίνει ο ένας τον άλλον κι είναι και συγγενείς. Λέει «Δεν πας να φέρεις αυτές τις κατσίκες που `χεις από κει;» Και φεύγω και πάω, τις ήφερα και μου πήρανε μία γίδα. Πάλι οι δικοί μας, να πούμε, τα κάνανε. Αναμεταξύς μας οι Ρωμιοί βγάλαμε τα μάτια μας.
Κ: Μαρτίνες θεία, ποιες κατσίκες λέτε μαρτίνες;
Σ: Τις κατσίκες.
Κ: Όλες οι κατσίκες λέγονται μαρτίνες;
Σ: Οι μαρτίνες, οι μαρτίνες. Και αφού λοιπόν, ήτον ένας Σταχτουράκης, ήτον μαζί με το Νικολάρα, γιατί είχανε… πολλές καρδιές είχανε κάψει1, «Δεν έχετε, λέει, αυγά;» Ο ίδιος Σταχτουράκης ήκανε. Ο Ιταλός λοιπό κάμει, «Δε βλέπεις τα πίκουλα ότι πεινάνε κι εσύ λέει τα ρωτάς;» Εκείνος ητράβηξε να πούμε και πήαινεν απάνω. Ό,τι πήε λοιπόν απ` όξω από της Ειρήνης, στρέφει. Λέει, «Δεν έχετε κότα;» «Βρε ούτε κότες», λέει, «έχουμε ούτε…» Αφού πήανε λοιπόν απάνω εκεί που μαντρίζει ο Αντώνης τα κατσίκια του, βρήκαν τα ρίφια και παίζανε. Και λέω ήτον έτσι από το Θεό και τα φώτισε και πήγαν εκεί και θα μας τα παίρνανε. Και σώζαμε πότε-πότε, να πούμε, ένα, μαζεύγαμε και χόρτα. Ε, είχαμε λίγον καρπό. Τότες ηφήλααν και τις μύλους, όποιος ηπήαινεν άλεσμα του παίρνανε, ηπείναν ο κόσμος. […] Είχαμε το μύλο και χερομυλούσαμε και κάναμε… Αφού σκέψου ότι μια φοράν ηφέρανε το δελτίο και είχαμε λίγον παρμένο. Ε, ήψαμεν τη νύχταν το φούρνο, σκέψου να δεις, ότι από την πείναν που είχε ο κόσμος, ήψαμεν τη νύχτα και κάμαμε… τέσσερα ψωμιά είχαμε κάμει; Τα `χαμε δελτία και ως κι εκείνον ηπήρανε, ως και το ψωμί μας ηπήρανε. Κάτι σπορισιμιά που `χεν ο πατέρας μου που κάναμεν καλοκαιρινά να πούμε, που ρίχνουμε σησάμια, φασόλια, τέτοια, και κείνα τα πήρανε. Ήτανε, ήτανε τότες!
- Εννοεί ότι είχανε κάνει κακό σε πολύ κόσμο
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Η ζωή και οι δουλειές στη Μεσαριά. Ζευγάρισμα χωραφιών και μελίσσια.
Γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες.