Τέσσερα άτομα είχανε πεθάνει εδώ στο νησί μας με την Κατοχή
© Φωτό: Δέσποινα Σπύρου
Πείνα και διατροφή στην Κατοχή
Λ: Πείνασε ο κόσμος εδώ στην Κατοχή;
Φ: Εγώ την Κατοχή την έζησα όλη. Οχτώ χρονώ ήμουνα.
Λ: Και τα θυμάστε;
Φ: Αν τα θυμάμαι; Πώς δεν τα θυμάμαι.
Λ: Θυμάστε να πέθανε κόσμος από πείνα εδώ;
Α: Πέθανε τότε, με την Κατοχή όμως. Τέσσερα άτομα είχανε πεθάνει εδώ στο νησί μας με την Κατοχή.
Λ: Κι αυτά πώς; Ήτανε άνθρωποι που δεν είχανε…
Α: Κοίταξε, ήτανε άθρωποι που δεν είχανε γη, δεν είχανε γη. Και που δεν είχανε γη και ορισμένοι ήτονε… Δε δουλεύανε, δεν πολυδουλεύανε και… Ο κόσμος τότε ζούσε από τη γη, ό,τι έκανες από τη γη. Τότες δεν ηδουλεύγαν όλοι, δεν πολυδουλεύγανε. Ηλικιωμένοι, που τους ήβρηκε η Κατοχή να πούμε και δεν υπήρχε τίποτα. Τέσσερα άτομα είχανε πεθάνει τότες δα. Όλοι αυτοί βέβαια μεγάλοι αθρώποι ήτανε.
Φ: Τότες κάνανε πολλή σαρδέλα, είχεν και πάρα πολλά ψάρια. Στην Κατοχή, ναι, είχε πάρα πολλά ψάρια. Τώρα είναι που δεν υπάρχει ψάρι. Και κάνανε σαρδέλα, ντενεκέδες ολόκληρους γεμίζανε κι ερχόταν από δω στη Νάξο και την παίρναν και την τρώγαν. Πόσοι πεθάνανε γιατί τρώαν τη σαρδέλα χωρίς ψωμί, χωρίς… αλμυρή όπως ήτονε. Στην Κατοχή πάρα πολλή σαρδέλα κάνανε, αλλά είχε πράγματι και ψάρια.
Α: Είχεν πολλά ψάρια και πολλά χόρτα η γης, έτσι για τον κόσμο…
Λ: Έβρεχε τότε;
Α: Ε, έβρεχε φαίνεται, ξέρω γω. Ήτανε έτσι από το Θεό για να ζήσει ο κόσμος μάλλο`. Πολλά, πάρα πολλά χόρτα και πάρα πολλά ψάρια.
Φ: Η συχωρεμένη η νονά μου, της θείας της Βαρβάρας η μάνα […] έλεγε λε` «Ο Θεός μας έστειλεν τις αγιοβαρβάρες.» Εμείς τις λέμε αγριοβαρβάρες.
Λ: Τα χόρτα;
Α: Τα χόρτα, τα χόρτα.
Φ: «Ο Θεός», λέει, «έστειλε τις αγιοβαρβάρες για να βάλωμε», λέει, «να τις βράζωμε, να ζήσωμε.» […] Αγριοβαρβάρες τις λέμε τώρα, κείνη τις ήλεε αγιοβαρβάρες.
Λ: Έχει ακόμα;
Φ: Πώς δεν έχει, πολλές έχει.
Λ: Κι αυτά τα βράζανε, ο κόσμος τα `τρωγε…
Φ: Ναι. Άλλοι τα τρώγαν χωρίς λάδι, γιατί δεν υπήρχεν και λάδι πολλές φορές.
Λ: Οπότε δε βγάζατε και λάδι μάθαμε, στην Κατοχή δεν είχε δέντρα.
Φ: Α, δεν είχε λάδι καθόλου.
Α: Δεν υπήρχανε, εδώ δεν ήβγε λάδι καθόλου, ελιές εδώ δεν υπήρχανε.
Λ: Μετά βάλατε λιόδεντρα ε;
Φ: Ε, μετά βάζαν οι αθρώποι, μετά. Η συχωρεμένη η μάνα μου έβραζε τα χόρτα, γιατί δεν είχαμε λάδι και με αλεύρι έκανε έτσι σα χυλό. Σα χυλό το έβραζεν το χυλό και μας έβαζε από πάνω από τα χόρτα και τα τρώγαμε, αλλά δεν ήταν ωραίο.
Το νερό της Πηγής και από πού έρχεται. Πλύσιμο ρούχων με στάχτη.
Κανόνες ποτίσματος στα περιβόλια. Η δίκη στην πηγή. Ιστορίες για νεράιδες στη βρύση.
Η φουβού. Το γάλα της μάνας. Η παρασκευή του καφέ.
Η ζωή και οι δουλειές στη Μεσαριά. Ζευγάρισμα χωραφιών και μελίσσια.